ΥΓΕΙΑ

Οκτώ ερωτήσεις για την εξωσωματική γονιμοποίηση

της Δρ Ελένης Κοντογιάννη, Εμβρυολόγου-Γενετίστριας

Στις 25 Ιουλίου συμπληρώθηκαν 27 χρόνια από τη γέννηση της Louise Brown, του πρώτου παιδιού στον κόσμο που συνελήφθη έπειτα από εξωσωματική γονιμοποίηση. Από τότε, οι μέθοδοι εξωσωματικής γονιμοποίησης έχουν εξελιχθεί για τη θεραπεία πολλών προβλημάτων γονιμότητας (τα συχνότερα είναι ο σαλπιγγικός παράγων και η ενδομητρίωση στις γυναίκες και ο χαμηλός αριθμός και η κινητικότητα των σπερματοζωαρίων στους άνδρες).

 

Οκτώ ερωτήσεις για την εξωσωματική γονιμοποίηση

Παράλληλα, έχουν εξελιχθεί οι μέθοδοι για διάγνωση γενετικών ασθενειών στο έμβρυο πριν από την εμφύτευσή του στην μήτρα, προκειμένου να προληφθεί η γέννηση παιδιών με γενετικές ανωμαλίες. Το 17% των ζευγαριών στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν πρόβλημα υπογονιμότητας. Βεβαίως, η ιατρική σήμερα προσφέρει αρκετές λύσεις, αναλόγως της φύσης του προβλήματος. Ωστόσο, το κενό ενημέρωσης είναι μεγάλο, επιτείνοντας την αγωνία του ζευγαριού που επιθυμεί να αποκτήσει ένα παιδί. Η δρ. Ελένη Κοντογιάννη απαντά σε καίρια ερωτήματα που αφορούν την ανδρική και γυναικεία υπογονιμότητα.

1. Πόσο συχνή είναι η υπογονιμότητα και πού οφείλεται;

Σύμφωνα με διεθνή στατιστικά στοιχεία, στην εποχή μας, ένα σημαντικό ποσοστό ζευγαριών (ένα στα έξι) αντιμετωπίζει προβλήματα υπογονιμότητας που μπορεί να οφείλονται:

1. Σε ορμονικές διαταραχές.
2. Σε μολύνσεις ή φλεγμονές των γεννητικών οργάνων.
3. Σε συγγενείς ανωμαλίες των γεννητικών οργάνων ή σε επίκτητες βλάβες.
4. Σε διάφορα άλλα αίτια, όπως: ενδομητρίωση, φαρμακευτικές αγωγές, αλκοολισμός, ναρκωτικά, αλλά και ακτινοβολίες και ραδιοθεραπείες (σε περιπτώσεις νεοπλασιών).
5. Κακή ποιότητα των σπερματοζωαρίων και των ωαρίων
6. Πτώση των χαρακτηριστικών του σπέρματος, που διαπιστώνεται στις περισσότερες χώρες του πλανήτη.

2. Τι είναι η πτώση των χαρακτηριστικών του σπέρματος;

Στατιστικές μελέτες δείχνουν ότι τουλάχιστον δύο παράμετροι του σπέρματος, ο αριθμός και η κινητικότητα των σπερματοζωαρίων έχουν μειωθεί κατά 50% από το 1940. Μάλιστα, στη Γαλλία, οι ερευνητές ανακοίνωσαν ότι ο ρυθμός πτώσεως των σπερματοζωαρίων αγγίζει το 2% περίπου. Πτωτικές τάσεις στο σπέρμα ανακοινώθηκαν και για το 40% του ελληνικού ανδρικού πληθυσμού. Οι σύγχρονες μέθοδοι της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής και ιδιαίτερα οι εξελιγμένες τεχνικές της μικροχειρουργικής του ωαρίου (μικρογονιμοποίησης), μπορούν να δώσουν κυήσεις ακόμη και στις πιο σοβαρές περιπτώσεις ολιγοσπερμίας.

Πριν από 7 χρόνια επετεύχθη η μικρογονιμοποίηση (ή μικροχειρουργική ωαρίου). Η τεχνική αυτή γνωστή και ως ενδοκυτταροπλαστική έγχυση του σπερματοζωαρίου (ICSI), κατάλληλη για σοβαρές περιπτώσεις ανδρικής στειρότητας -εξαιρετικά ελαττωμένη κινητικότητα ή αριθμός των σπερματοζωαρίων- περιελάμβανε την εισαγωγή ενός σπερματοζωαρίου απευθείας στο κυτταρόπλασμα του ωαρίου. Σήμερα, αυτή η μέθοδος χρησιμοποιείται με μεγάλη επιτυχία και έχουν σημειωθεί εγκυμοσύνες ακόμη και σε περιπτώσεις που λίγα μόνο σπερματοζωάρια είχαν βρεθεί στο σπερματικό υγρό.

3. Τι συμβαίνει με τα ζευγάρια προχωρημένης ηλικίας που θέλουν να κάνουν παιδί;

Σήμερα η γενετική και οι νέες τεχνολογίες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής δίνουν πολλές δυνατότητες σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας που θέλουν να αποκτήσουν παιδί προσφέροντάς τους την δυνατότητα διάγνωσης γενετικών ανωμαλιών που σχετίζονται με την ηλικία καθώς και αυξημένες πιθανότητες να αποκτήσουν ένα παιδί παρότι βρίσκονται σε μεγαλύτερη ηλικία. Μερικά από αυτά που η γενετική προσφέρει ήδη είναι καταστάσεις ρουτίνας για ορισμένες μονάδες Εξωσωματικής Γονιμοποίησης & Γενετικής. Υπάρχουν ακόμα και προοπτικές σε ερευνητικό επίπεδο, με πολλές ελπίδες για το μέλλον.

Μία άλλη μέθοδος η οποία προσφέρεται σήμερα και αυξάνει τις πιθανότητες μίας γυναίκας άνω των 35 να αποκτήσει ένα υγιές παιδί είναι η μέθοδος της προεμφυτευτικής διάγνωσης . Όσο η ηλικία της μητέρας αυξάνεται τόσο αυξάνεται, και η πιθανότητα γέννησης ενός παιδιού με κάποια χρωμοσωματική ανωμαλία, όπως είναι το σύνδρομο Down. Επίσης μιας και οι χρωμοσωματικές ανωμαλίες είναι πιο συχνές στα έμβρυα γυναικών άνω των 35, η πιθανότητα εμφύτευσης και εγκυμοσύνης είναι μικρότερη για αυτές τις γυναίκες. Σήμερα είναι δυνατόν να γίνει γενετικός έλεγχος στα έμβρυα πριν ακόμα από την μεταφορά τους στην μήτρα της μητέρας κατά την διάρκεια εξωσωματικής γονιμοποίησης. Όταν τα έμβρυα βρίσκονται ακόμα in Vitro (στο εργαστήριο) είναι δυνατόν να ελέγξουμε την γενετική τους σύσταση και να μεταφέρουμε στην μητέρα μόνο τα έμβρυα τα οποία έχουν φυσιολογικά χρωμοσώματα. Έτσι μία εγκυμοσύνη ξεκινά χωρίς τον φόβο ανωμαλίας στο έμβρυο. Επίσης, αυξάνουμε και την πιθανότητα εγκυμοσύνης μιάς και μεταφέρουμε στην μήτρα μόνο έμβρυα χωρίς χρωμοσωματικές ανωμαλίες.

4. Η ηλικία του πατέρα σχετίζεται με γενετικές ανωμαλίες;

Αντίθετα με ό,τι πιστεύαμε μέχρι σήμερα, η ηλικία του πατέρα είναι καθοριστικός παράγοντας για την υγεία του παιδιού. Υπήρχε πάντα η πεποίθηση ότι οι ανωμαλίες που τυχόν παρουσιάζονται στο έμβρυο συνδέονται με την ηλικία της μητέρας. Παλαιότερα, μάλιστα, η ηλικία του πατέρα δεν αναφερόταν καν στο ιστορικό του εμβρύου. Η αλήθεια είναι πως για κάποιες χρωμοσωμικές ανωμαλίες, όπως το σύνδρομο Down, ο κίνδυνος αυξάνει ανάλογα με την ηλικία της μητέρας. Για πολλές άλλες, όμως, οι πιθανότητες εμφάνισής τους εξαρτώνται από τον πατέρα. Για τις παθήσεις που εμφανίζονται για πρώτη φορά σ' ένα άτομο, εκείνες δηλαδή που δεν είναι κληρονομικές, η πιθανότητα να οφείλονται στα γονίδια του πατέρα είναι δέκα φορές μεγαλύτερη από την πιθανότητα να οφείλονται σ' αυτά της μητέρας.

Η αιτία είναι απλή. Στο αντρικό γεννητικό σύστημα τα σπερματοζωάρια διαιρούνται συνεχώς προκειμένου να παράγουν περισσότερα σπερματοζωάρια. Καθώς το DNA αντιγράφεται αυξάνεται η πιθανότητα κάποιου λάθους ή μιας μετάλλαξης. Αυτή μπορεί να προκαλέσει στο έμβρυο μια ασθένεια που δεν έχει ξαναεμφανιστεί στην οικογένεια

Το πρόβλημα είναι ότι όσο μεγαλώνει η ηλικία του, τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος των μεταλλάξεων. Μία μελέτη του Αμερικανού Κολεγίου της Ιατρικής Γενετικής έχει δείξει ότι αυτός ο κίνδυνος είναι τέσσερις έως πέντε φορές μεγαλύτερος για έναν πατέρα άνω των σαράντα πέντε ετών σε σχέση με έναν εικοσάρη.

5. Μειώνεται η γονιμότητα του άντρα σε σχέση με την ηλικία του;

Η ικανότητα των σπερματοζωαρίων να γονιμοποιούν τα ωάρια χάνεται με το πέρασμα του χρόνου. «Η γονιμότητα των αντρών περιορίζεται καθώς μεγαλώνουν», μας λέει ο Χάρης Ασβέστης, ανδρολόγος χειρουργός ουρολόγος. Έρευνα που έγινε σε οκτώμισι χιλιάδες ζευγάρια Βρετανών που έκαναν παιδιά έδειξε ότι σε ποσοστό 8% οι άντρες μέχρι είκοσι πέντε ετών έπρεπε να προσπαθήσουν επί ένα χρόνο μέχρι να μείνει η σύζυγός τους έγκυος. Το ποσοστό αυτό ανέβαινε στο 15% για τους άντρες που ήταν άνω των τριάντα πέντε.

6. Η εμβρυομεταφορά είναι επώδυνη;

Η εμβρυομεταφορά γίνεται συνήθως 2-3 ημέρες μετά την ωοληψία, είναι ανώδυνη και δεν χρειάζεται να χορηγηθεί αναισθησία. Συνήθως μεταφέρονται τρία ή τέσσερα έμβρυα -ανάλογα με την ποιότητά τους, την κατάσταση του ενδομητρίου.Μετά την εμβρυομεταφορά η γυναίκα παραμένει κλινήρης για περίπου 20 λεπτά. Δεν έχει αποδειχτεί ότι η αυστηρή ανάπαυση βοηθάει στην εμφύτευση, συνιστούμε ωστόσο την αποφυγή κοπιαστικών εργασιών. Μπορεί να επακολουθήσει χορήγηση φυσικής προγεστερόνης (με τη μορφή χαπιών ή και κρέμας). Η ορμόνη αυτή θεωρείται ότι βοηθάει στην εμφύτευση.

7. Ποια είναι τα στάδια της εξωσωματικής γονιμοποίησης;

«Τα στάδια της εξωσωματικής γονιμοποίησης είναι η πρόκληση ωοθυλακιωορρηξίας, η ωοληψία, η γονιμοποίηση και η εμβρυομεταφορά. Η ωοθυλακιωορρηξία επιτυγχάνεται με τη χορήγηση ορμονικών σκευασμάτων, που σκοπό έχουν την ωρίμανση περισσότερων ωοθυλακίων και ωαρίων από το ένα, που ωριμάζει κάθε μήνα κατά το φυσικό κύκλο της γυναίκας. Η παρακολούθηση της ωρίμανσης γίνεται με υπερηχογράφημα και εξετάσεις αίματος. Στη συνέχεια γίνεται αναρρόφηση διακολπική των ωαρίων από τις ωοθήκες, κάτω από υπερηχογραφικό έλεγχο. Τα ωάρια μετά την ωοληψία καλλιεργούνται σε θρεπτικό υλικό και επωάζονται με τα σπερματοζωάρια ή σε περίπτωση σοβαρής ολιγο-ασθενό- ή τερατο- ζωοσπερμίας, γίνεται μικρογονιμοποίηση. Αφού περάσουν δύο ή τρείς ημέρες από την ωοληψία, τα έμβρυα μεταφέρονται στη μήτρα. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά μετά από 2 εβδομάδες. Ας δούμε, τώρα, ποιες είναι οι ενδείξεις γι' αυτή την θεραπεία

α) Όταν η γυναίκα έχει αποφραγμένες ή κατεστραμμένες σάλπιγγες. β) Όταν ο άντρας έχει χαμηλό αριθμό ή κινητικότητα σπερματοζωαρίων γ) Όταν η γυναίκα έχει πρόβλημα ωοθυλακιορρηξίας.
δ) Όταν η γυναίκα πάσχει από ενδομητρίωση.
ε) Σε περιπτώσεις ανεξήγητης υπογονιμότητας.
στ) Σε περιπτώσεις που υπάρχει μεγάλη πιθανότητα κληρονομικής ασθένειας (π.χ. όταν οι γονείς είναι φορείς μεσογειακής αναιμίας ή κυστικής ίνωσης). Χρησιμοποιώντας την προεμφυτευτική γενετική διάγνωση μπορούμε να επιλέξουμε υγιή έμβρυα για τη μεταφορά μέσα στη μήτρα.

8. Πιστεύετε ότι μπορεί να επιλυθεί το θέμα της υπογονιμότητας;

Η αύξηση της υπογονιμότητας αποτελεί πραγματικότητα παγκοσμίως. Η αδυναμία ενός ζευγαριού να αποκτήσει παιδί δημιουργεί μεγάλη ψυχολογική επιβάρυνση και έχει γενικότερες κοινωνικές προεκτάσεις. Η υπογονιμότητα, εκτός από ιατρικό πρόβλημα, είναι συνδεδεμένη και με τη δημογραφική κρίση και τη γήρανση του πληθυσμού.

Ένα σημαντικό μέτρο για την αντιμετώπιση της υπογονιμότητας και, συνεπώς, για τον έλεγχο του δημογραφικού ζητήματος είναι η ιατρική και κοινωνικοοικονομική στήριξη των υπογόνιμων ζευγαριών, ούτως ώστε να δικαιούνται και να έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση στις ιατρικές υπηρεσίες και στην ασφαλιστική κάλυψη για την επίλυση του προβλήματος.

Η επιτυχία της αντιμετώπισης της υπογονιμότητας είναι υψηλή (25%-30% ανά προσπάθεια) και εξαρτάται από τα αίτια της στειρότητας, την ηλικία του ζευγαριού, καθώς και το είδος της φαρμακευτικής αγωγής.

Για τον έλεγχο του δημογραφικού ζητήματος είναι πολύ σημαντική η στήριξη των υπογόνιμων ζευγαριών, ώστε να δικαιούνται και να έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση στις σύγχρονες μεθόδους της ιατρικώς υποβοηθούμενης τεκνοποίησης - στήριξη με κάθε τρόπο, κοινωνικά, οικονομικά, με ασφαλιστικές καλύψεις. Είναι ανάγκη να δούμε όλοι, και ειδικά η πολιτεία, με ενδιαφέρον το πρόβλημα που αφορά 1 στα 6 ζευγάρια στην Ελλάδα και να διατεθούν οι απαραίτητοι πόροι για την επίλυσή του, οι οποίοι ουσιαστικά θα είναι επένδυση για την κοινωνική μας συνέχεια.

Χρήση Τράπεζας Σπέρματος

Πώς γίνεται και πόσο ασφαλής είναι η επιλογή των δοτών από τις τράπεζες σπέρματος;

Οι δότες είναι στην πλειοψηφία τους φοιτητές βιολογίας ή ιατρικής και είναι εθελοντές που έχουν ευαισθητοποιηθεί σχετικά με το ζήτημα. Για να γίνει δεκτό το σπέρμα τους, υφίστανται έλεγχο της υγείας τους, με όλες τις απαραίτητες εξετάσεις, όπως καρυοτυπική ανάλυση (ανάλυση χρωμοσωμάτων), έλεγχο για μολυσματικές ασθένειες και αφροδίσια νοσήματα, καθώς και με λήψη οικογενειακού ιστορικού.

Πρέπει να γίνουν ειδικές εξετάσεις στη λήπτρια πριν από τη λήψη του σπέρματος;

Δεν υπάρχουν συγκεκριμένες εξετάσεις οι οποίες να θεωρούνται απαραίτητες. Όταν πρόκειται να γίνει τεχνητή σπερματέγχυση ή εξωσωματική γονιμοποίηση, η λήπτρια θα πρέπει να έχει ελεγχθεί από το γιατρό της, ώστε να μην υπάρχει κάποιο γυναικολογικό πρόβλημα που θα μπορούσε να παρεμποδίσει τη σύλληψη.

Πότε χρησιμοποιείται νωπό και πότε κατεψυγμένο σπέρμα;

Η χρήση νωπού σπέρματος απαγορεύεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και με ειδικό διάταγμα απαγορεύεται στην Ελλάδα. Αυτό συμβαίνει γιατί είναι εξαιρετικά επικίνδυνο, αφού με το νωπό σπέρμα μπορεί να μεταδοθούν διάφορες νόσοι. Όταν το σπέρμα βρίσκεται στην κατάψυξη, ο κίνδυνος αυτός σχεδόν εκμηδενίζεται, γιατί ο δότης ελέγχεται τρεις, έξι και εννιά μήνες μετά την κατάψυξη του σπέρματος. Το κατεψυγμένο σπέρμα επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί μόνο στην περίπτωση όπου όλα είναι φυσιολογικά. Οι συνεχείς έλεγχοι αποτελούν την πιο σημαντική δικλίδα ασφαλείας. Νωπό σπέρμα για σπερματέγχυση ή εξωσωματική χρησιμοποιείται μόνον όταν δότης είναι ο μόνιμος σύντροφος ή ο σύζυγος της γυναίκας.

Μπορούμε να γνωρίζουμε λεπτομέρειες για το ιατρικό ιστορικό του δότη ή των συγγενών του;

Η πρόσβαση σε οποιαδήποτε προσωπική πληροφορία σε σχέση με το δότη απαγορεύεται αυστηρά. Οι μόνες πληροφορίες τις οποίες επιτρέπεται να πάρει το ζευγάρι που ενδιαφέρεται είναι σχετικά με τα μορφολογικά χαρακτηριστικά (ύψος, χρώμα ματιών κλπ.) . Το οικογενειακό ιστορικό του δότη δεν είναι απαραίτητο να το γνωρίζει το ζευγάρι, καθώς δεν υπάρχει περίπτωση να αποτελεί παράγοντα κινδύνου για το έμβρυο. Δεν έχουν τη δυνατότητα να γίνουν δότες όσοι έχουν ιστορικό βεβαρημένο με κάποια σοβαρή νόσο, αφού αποκλείονται ευθύς εξαρχής.