ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑ

Καρκίνος παχέος εντέρου: Οι επιπτώσεις στη σεξουαλική ζωή

Σημαντικές είναι οι επιπτώσεις στη σεξουαλική ζωή και κατ’ επέκταση στην ποιότητα ζωής των ασθενών με καρκίνο του παχέος εντέρου.

Ανασκόπηση μελετών έδειξε ότι όσοι έχουν διαγνωστεί με τον συγκεκριμένο τύπο καρκίνου, παρουσιάζουν μείωση της συχνότητας των σεξουαλικών επαφών και της ικανοποίησης.

Οι ασθενείς παύουν να επιθυμούν την ερωτική συνεύρεση, δεν έχουν τον ίδιο ενθουσιασμό, ούτε αντλούν την ίδια ευχαρίστηση από αυτήν. Μάλιστα, στους άνδρες το πρόβλημα είναι εντονότερο, όπως και στα άτομα προχωρημένης ηλικίας, και λόγω του ήδη βεβαρυμμένου ιατρικού ιστορικού, μεταξύ άλλων. Δυσκολίες, όμως, φαίνεται να αντιμετωπίζουν και οι σύντροφοι των ασθενών.

Οι ειδικοί τονίζουν την ανάγκη καλύτερης φροντίδας τους καθ’ όλη τη διάρκεια της θεραπείας, προκειμένου να είναι σε θέση οι ασθενείς να απολαμβάνουν μετεγχειρητικά και για πολλά χρόνια καλής ποιότητας ζωή.

Οι πολυάριθμες μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί εξετάζουν τη σεξουαλικότητα των ασθενών με ορθοκολικό καρκίνο και δείχνουν ότι η σεξουαλική δυσλειτουργία τους μπορεί να οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, όπως οι εκτεταμένες χειρουργικές επεμβάσεις στην πύελο, η ακτινοθεραπεία, καθώς και η παρουσία στομίας, είτε μόνιμης είτε προσωρινής. Η εικόνα του σώματος, το οποίο συχνά μεταβάλλεται από τη θεραπεία, η σεξουαλική ζωή πριν από αυτήν αλλά και οι πεποιθήσεις σχετικά με τη σεξουαλικότητα είναι μερικοί μόνο από αυτούς τους παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά τη σεξουαλική ζωή των ασθενών.

Εξίσου επιβαρυντική είναι η επίπτωση της νόσου στην οικογένεια και ειδικά στο έτερον ήμισυ, αφού οι σύζυγοι αναλαμβάνουν συχνά μόνο τον ρόλο του φροντιστή, ξεχνώντας πολλές φορές τον μέχρι πρότινος βασικό ρόλο τους: αυτόν του συντρόφου. Η προσωρινή αποποίηση αυτού κάθε άλλο παρά θετικό αντίκτυπο έχει στην ψυχολογία του ασθενή.

Η εν λόγω ανασκόπηση των μελετών, οι οποία διαχώρισε τις επιπτώσεις του καρκίνου του παχέος εντέρου από εκείνες του καρκίνου του ορθού (που συνεκτιμώνται στην πλειονότητα των μελετών παρότι διαφέρουν ιδιαιτέρως στη θεραπεία τους), έδειξε ότι τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες έχουν σημαντική μείωση της σεξουαλικής ικανοποίησης και της συχνότητας της επαφής μετά από τις θεραπείες.

Οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο LPPS του Παρισιού, του Πανεπιστημίου της Γενεύης και του Νοσοκομείου Saint Joseph του Παρισιού επισήμαναν ότι ο αριθμός των σεξουαλικών προβλημάτων που αναφέρθηκε από τους ασθενείς ήταν μεγάλος: προβλήματα στύσης και εκσπερμάτισης, οργασμού και περισσότερη δυσπαρευνία (πόνος κατά τη σεξουαλική επαφή).

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι κάποιες μελέτες διερεύνησαν τους παράγοντες που οδήγησαν σε τέτοιες δυσλειτουργίες. Το φύλο φαίνεται να έχει αντίκτυπο στη σεξουαλική λειτουργία, καθώς οι άνδρες αναφέρουν περισσότερες διαταραχές από τις γυναίκες, σε αντίθεση με αυτό που επικρατεί στον γενικό πληθυσμό.

Η ηλικία ήταν ένας παράγοντας κινδύνου σε όλες τις μελέτες: όσο μεγαλύτεροι είναι οι ασθενείς τόσο πιθανότερο είναι να αναπτύξουν σεξουαλικές διαταραχές (διαταραχές στύσης ή εκσπερμάτισης, κολπική ξηρότητα, πόνος).

Επιπλέον, η ψυχολογική δυσφορία που σχετίζεται με τις αλλαγές στη σεξουαλικότητα είναι μεγαλύτερη στους νέους ασθενείς από ότι στους ηλικιωμένους. Αυτό μπορεί να υποδηλώνει ότι οι νέοι αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη δυσκολία να προσαρμοστούν στη σεξουαλική δυσλειτουργία, καθώς δεν διαθέτουν εμπειρία στην αντιμετώπιση τέτοιων ζητημάτων.

Παρότι η συγκεκριμένη ανασκόπηση δεν βρήκε ότι η χημειοθεραπεία επηρεάζει τη σεξουαλική λειτουργία, κάποιες παρενέργειές της, όπως η κόπωση, ο πόνος, η ναυτία και ο έμετος, η ακράτεια ούρων, η αλωπεκία, είναι παράγοντες που επίσης αναστέλλουν την ερωτική επιθυμία σε αρκετούς ασθενείς. Επίσης, δεν βρήκε ότι η χειρουργική επέμβαση έχει αρνητική επίδραση στη σεξουαλικότητα, εκτός από τις περιπτώσεις διενέργειας κολοστομίας.

© 2014-2024 Onmed.gr - All rights reserved