ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Κοκκύτης: Χωρίς αντισώματα οι ενήλικες στην Ελλάδα

Τι έδειξε μελέτη του ΕΟΔΥ

Μια ανησυχητική εικόνα για την ανοσία του πληθυσμού απέναντι στον κοκκύτη αποτυπώνουν τα νεότερα επιδημιολογικά δεδομένα. Παρά τον εκτεταμένο εμβολιασμό των προηγούμενων δεκαετιών, σήμερα, η συντριπτική πλειονότητα των ενηλίκων δεν έχει αντισώματα.

Ειδικότερα, σύμφωνα με μεγάλη οροεπιδημιολογική μελέτη που διενήργησε φέτος ο Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ), πάνω από το 90% των ενηλίκων στην Ελλάδα δεν διαθέτουν πλέον ανιχνεύσιμα αντισώματα έναντι του κοκκύτη. Το εύρημα αυτό επιβεβαιώνει ότι τόσο η ανοσία μετά τον εμβολιασμό όσο και εκείνη μετά από φυσική νόσηση εξασθενεί με την πάροδο του χρόνου, καθιστώντας τους ενήλικες εκ νέου ευάλωτους στη λοίμωξη.

Ο κοκκύτης μπορεί να προκαλέσει σοβαρή, ακόμη και απειλητική για τη ζωή νόσηση σε όλες τις ηλικίες, αλλά ιδιαίτερα βαριά κλινική εικόνα παρουσιάζει στα βρέφη. Ένα στα τρία παιδιά κάτω του ενός έτους που νοσούν χρειάζεται νοσηλεία, ενώ περίπου το 1% των νοσηλευόμενων βρεφών καταλήγει. Παράλληλα, κρούσματα με ήπια ή άτυπα συμπτώματα καταγράφονται συχνά σε εφήβους και ενήλικες, γεγονός που δυσχεραίνει τη διάγνωση και ευνοεί τη διασπορά.

Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί το γεγονός ότι, στα βρέφη κάτω του ενός έτους όπου ήταν δυνατός ο εντοπισμός της πηγής της λοίμωξης, ως συχνότεροι φορείς αναγνωρίστηκαν τα ίδια τα μέλη της οικογένειας (μητέρες σε ποσοστό 32% και άλλα συγγενικά πρόσωπα σε ποσοστό 43%).

Έκρηξη κρουσμάτων το 2024

Το 2024 σηματοδότησε μια πρωτοφανή έξαρση του κοκκύτη τόσο στην Ευρώπη όσο και στη χώρα μας. Στην Ελλάδα καταγράφηκαν συνολικά 540 κρούσματα, με σημαντικό αριθμό να αφορά βρέφη, ενώ σημειώθηκαν και δύο θάνατοι βρεφών κάτω των δύο μηνών, των οποίων οι μητέρες δεν είχαν εμβολιαστεί κατά την εγκυμοσύνη.

Η σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν είναι αποκαλυπτική, καθώς από μόλις 9 περιστατικά το 2023, τα κρούσματα εκτοξεύθηκαν στα 438 το 2024, αύξηση της τάξης του 4.800%. Από αυτά, το 15% αφορούσε βρέφη κάτω των δύο μηνών, τα οποία δεν έχουν ακόμη προλάβει να αποκτήσουν δική τους ανοσία μέσω εμβολιασμού.

«Τείχος προστασίας» για μητέρες και νεογνά

Οι ειδικοί υπογραμμίζουν ότι, πέρα από τον εμβολιασμό στην παιδική ηλικία, κομβικής σημασίας είναι ο εμβολιασμός της εγκύου. «Εκεί χρειάζεται αρκετή ακόμα δουλειά στην Ελλάδα, για να αλλάξει η κουλτούρα και το ταμπού για τον εμβολιασμό της εγκύου, για να προφυλάσσονται οι ίδιες και τα νεογνά. Ελπίζουμε με τις δράσεις της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών και του ΕΟΔΥ να συμβάλουμε κι εμείς σε αυτό», ανέφερε η καθηγήτρια Παιδιατρικής και μέλος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, Βάνα Παπαευαγγέλου.

Σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών, στα παιδιά χορηγείται το DTaP στους 2, 4, 6, 15-18 μήνες και στα 4-6 έτη, ενώ το Tdap χορηγείται σε εφήβους, ενήλικες και ως αναμνηστική δόση ανά δεκαετία. Οι έγκυες θα πρέπει να εμβολιάζονται σε κάθε κύηση με Tdap ή Tdap-IPV στο τρίτο τρίμηνο (ιδανικά μεταξύ 27ης και 36ης εβδομάδας), ανεξάρτητα από προηγούμενους εμβολιασμούς. Εναλλακτικά, μπορούν να εμβολιαστούν και οι λεχωΐδες που δεν πρόλαβαν κατά την εγκυμοσύνη.

Τα βρέφη στους πρώτους μήνες ζωής δεν διαθέτουν δική τους άμυνα έναντι του κοκκύτη. Η μόνη αποτελεσματική προστασία τους είναι η ανοσία που αποκτούν έμμεσα, μέσω του εμβολιασμού της μητέρας και των ατόμων που τα φροντίζουν. Για τον λόγο αυτό, τα μη πλήρως εμβολιασμένα μέλη της οικογένειας θα πρέπει να εμβολιάζονται τουλάχιστον δύο εβδομάδες πριν από την επαφή με νεογνά.

Παρότι η αποτελεσματικότητα των ακκυταρικών εμβολίων κυμαίνεται στο 80%-85% και μειώνεται μετά από περίπου πέντε χρόνια, ο εμβολιασμός παραμένει καθοριστικός, καθώς σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένα, ακόμη και αν συμβεί νόσηση, τα συμπτώματα είναι συνήθως ηπιότερα και οι σοβαρές επιπλοκές σπανιότερες.

© 2014-2025 Onmed.gr - All rights reserved