ΥΓΕΙΑ

Υποφωσφατασία: Τι είναι και πώς συνδέεται με την ινομυαλγία

Η υποφωσφατασία είναι μια κληρονομική διαταραχή που επηρεάζει την ανάπτυξη των οστών και των οδόντων. 

Μπορεί να εκδηλωθεί οποιαδήποτε χρονική στιγμή, από πριν από τη γέννηση μέχρι την ενήλικη ζωή.

Νέα μελέτη διαπίστωσε ότι ένα μικρό αλλά σημαντικό ποσοστό ασθενών που διαγνώστηκαν με ινομυαλγία σε ένα ιατρικό κέντρο των ΗΠΑ, είχαν επίσης χαμηλά επίπεδα αλκαλικής φωσφατάσης (ALP), γεγονός που θα μπορούσε πιθανώς να εξηγήσει τα συμπτώματά τους.

Από τους συνολικά 611 ασθενείς που διαγνώστηκαν στο συγκεκριμένο κέντρο, οι 57 (9,3%) είχαν μία ή περισσότερες μετρήσεις της ALP κάτω από το όριο αναφοράς, ενώ κανένας τους δεν είχε διαγνωστεί στο παρελθόν με υποφωσφατασία (το κλινικό σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από ανεπάρκεια της ALP).

Η παρατήρηση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς δείχνει ότι αρκετοί από τους παραπάνω ασθενείς πιθανώς έπασχαν από το συγκεκριμένο σύνδρομο και τα συμπτώματά τους αποδόθηκαν λανθασμένα στην ινομυαλγία.

Η υποφωσφατασία μπορεί να προκαλέσει διάφορα συμπτώματα όπως μείωση της οστικής πυκνότητας, καθώς και χρόνιες μυαλγίες ή αρθραλγίες. Τα δύο τελευταία συμπτώματα εμφανίζονται και στην ινομυαλγία.

Η αντιμετώπιση της υποφωσφατασίας είναι σχετικά απλή, καθώς υπάρχουν φάρμακα που μπορεί να διορθώσουν τα επίπεδα της ALP.

«Ο σημαντικότερος λόγος για τη διάγνωση της υποφωσφατασίας στους ασθενείς αυτούς, είναι ότι η νόσος μπορεί να αντιμετωπιστεί εύκολα, αντίθετα με την ινομυαλγία. Συνιστούμε στους γιατρούς να κάνουν εξετάσεις για τα επίπεδα της ALP στους ασθενείς τους με υποπτευόμενη ινομυαλγία, έτσι ώστε να αποκλείσουν τη διάγνωση του συνδρόμου από τη διαφορική διάγνωση πριν θέσουν τη διάγνωση της ινομυαλγίας», αναφέρουν οι συγγραφείς της μελέτης.

Συγκεκριμένα, η ομάδα υποστήριξε ότι εκτός από τα επίπεδα της ALP θα πρέπει να εξετάζονται και τα επίπεδα της βιταμίνης Β6, καθώς και αυτά της φωσφοαιθανολαμίνης, καθώς μέσω αυτών μπορεί να επιβεβαιωθεί η διάγνωση της υποφωσφατασίας.

Από τους 611 εθελοντές που εξετάστηκαν στη μελέτη, οι 411 είχαν ALP εντός φυσιολογικών ορίων (ομάδα 1). Οι 143 είχαν μία ή περισσότερες μετρήσεις χαμηλής ALP, όχι όμως 3 συνεχόμενες χαμηλές μετρήσεις (ομάδα 2). Οι επιστήμονες θεώρησαν ότι για να έχει ένας ασθενής ανεπάρκεια, θα πρέπει να έχει τουλάχιστον 3 χαμηλές μετρήσεις της ALP, κάτι που συνέβη σε 57 ασθενείς (ομάδα 3).

Από τις αναλύσεις που έκανε η ομάδα, διαπιστώθηκε ότι οι ασθενείς της ομάδας 1 είχαν σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά καταγμάτων (11%) σε σχέση με τις άλλες δύο ομάδες (33% και 44%, αντίστοιχα). Τα ποσοστά οστεοαρθρίτιδας ήταν επίσης υψηλότερα στην ομάδα 3 (50%) και ακολούθησαν οι ομάδες 2 (24%) και 1 (37%).

Μερικοί περιορισμοί της έρευνας ήταν ο σχετικά μικρός αριθμός ασθενών, καθώς και το γεγονός ότι οι επιστήμονες άντλησαν πληροφορίες από τα ιατρικά αρχεία των ασθενών.

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση ACR Open Rheumatology.

© 2014-2024 Onmed.gr - All rights reserved