Οι «κρυφές» βλάβες που αφήνει σε καρδιά και πνεύμονες η μακρά Covid
Οι ασθενείς που πάσχουν από μακρά COVID μπορεί να παρουσιάσουν επίμονη φλεγμονή στην καρδιά και στους πνεύμονες για έως και ένα έτος μετά τη λοίμωξη από SARS-CoV-2.
Αυτό ισχύει ακόμη και όταν οι τυπικές ιατρικές εξετάσεις δείχνουν φυσιολογικά αποτελέσματα, γεγονός που τούς θέτει σε αυξημένο κίνδυνο για μελλοντικές καρδιακές και πνευμονικές παθήσεις.
Το συμπέρασμα προκύπτει από τη μεγαλύτερη μέχρι σήμερα στο είδος της μελέτη από ερευνητές της Ιατρικής Σχολής Icahn του Mount Sinai.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων-μαγνητική τομογραφία (PET-MRI), μια προηγμένη υβριδική μέθοδο απεικόνισης και ανακάλυψαν σοβαρές ανωμαλίες στους καρδιαγγειακούς και πνευμονικούς ιστούς, καθώς και αλλοιωμένα επίπεδα κυκλοφορούντων πρωτεϊνών που ρυθμίζουν το ανοσοποιητικό σύστημα, σε ασθενείς με μακροχρόνια COVID.
Αυτές οι ανωμαλίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρώιμα προειδοποιητικά σημάδια ασθενειών όπως καρδιακή ανεπάρκεια, καρδιακή βαλβιδική νόσος και πνευμονική υπέρταση.
«Η μακροχρόνια COVID αποτελεί σημαντική πρόκληση για τη δημόσια υγεία και οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της παραμένουν σε μεγάλο βαθμό αδιευκρίνιστες», λέει η συντάκτρια της μελέτης Maria G. Trivieri, αναπληρώτρια καθηγήτρια Καρδιολογίας και και Διαγνωστικής, Μοριακής και Επεμβατικής Ακτινολογίας στην Ιατρική Σχολή Icahn.
«Αυτή η μελέτη μάς φέρνει πιο κοντά στην κατανόηση του πώς ο SARS-CoV-2 επηρεάζει την καρδιά και τους πνεύμονες με την πάροδο του χρόνου. Πιστεύουμε ότι η μακροχρόνια COVID προκαλεί μια φλεγμονώδη αντίδραση που μπορεί να προδιαθέτει τους ασθενείς σε πρόωρη στεφανιαία νόσο, πνευμονική υπέρταση και βαλβιδοπάθεια, όπως στένωση ή ανεπάρκεια».
Οι ερευνητές μελέτησαν 100 ενήλικες ασθενείς του Mount Sinai που είχαν επιβεβαιωμένη λοίμωξη COVID-19 μεταξύ Δεκεμβρίου 2020 και Ιουλίου 2021 και παρουσίαζαν επίμονα καρδιοπνευμονικά συμπτώματα. Οι περισσότεροι από αυτούς τους ασθενείς δεν είχαν προηγούμενη διάγνωση καρδιαγγειακής νόσου.
Περίπου 300 ημέρες μετά την αρχική τους λοίμωξη, 91 συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε υβριδική τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων σε συνδυασμό με μαγνητική τομογραφία (PET/MRI), μια προηγμένη μέθοδο απεικόνισης που ανιχνεύει ταυτόχρονα δομικές και μεταβολικές ανωμαλίες.
Από τους ασθενείς που υποβλήθηκαν σε τομογραφία, το 57% παρουσίασαν ενδείξεις φλεγμονής που επηρέαζε τον καρδιακό μυ, το περικάρδιο (τον λεπτό σάκο που περιβάλλει την καρδιά), τις καρδιακές βαλβίδες, ιδίως τη μιτροειδή βαλβίδα, και τα αορτικά και πνευμονικά αιμοφόρα αγγεία. Σε αρκετές περιπτώσεις, επηρεάστηκαν περισσότερες από μία από αυτές τις περιοχές.
Οι εξετάσεις PET/MRI αποκάλυψαν ανωμαλίες του μυοκαρδίου (καρδιακού μυός) σε 22 συμμετέχοντες, που χαρακτηρίζονταν από ουλές και πάχυνση του ιστού, παρόμοια με τα ευρήματα της μυοκαρδίτιδας ή της καρδιομυοπάθειας.
Σε 20 ασθενείς παρατηρήθηκε εμπλοκή του περικάρδιου, που υποδηλώνει φλεγμονή ή συλλογή υγρού.
Σε 10 συμμετέχοντες εντοπίστηκε φλεγμονή κοντά στη μιτροειδή βαλβίδα, ενώ σε 28 συμμετέχοντες παρατηρήθηκε αγγειακή φλεγμονή που αφορούσε την αορτή ή τις πνευμονικές αρτηρίες. Όλες οι ανωμαλίες συσχετίστηκαν με επίμονα συμπτώματα όπως θωρακικός πόνος, κόπωση και δύσπνοια.
Παράλληλα, οι ερευνητές πραγματοποίησαν ανάλυση πρωτεϊνών πλάσματος, η οποία έδειξε ανώμαλα μοτίβα σε βασικούς βιοδείκτες που ρυθμίζουν τη φλεγμονή και την ανοσολογική σηματοδότηση. Αυτά τα ευρήματα συσχετίστηκαν με τις ανωμαλίες στην απεικόνιση, παρέχοντας επιβεβαίωση της επίμονης φλεγμονής σε μοριακό επίπεδο.
Για την επιβεβαίωση των ευρημάτων, μελετήθηκε μια ομάδα ελέγχου αποτελούμενη από εννέα άτομα με επιβεβαιωμένη προηγούμενη λοίμωξη COVID-19, αλλά χωρίς παρατεταμένα καρδιοπνευμονικά συμπτώματα. Τα άτομα της ομάδας ελέγχου υποβλήθηκαν στις ίδιες απεικονιστικές εξετάσεις και εξετάσεις αίματος και δεν παρουσίασαν τις φλεγμονώδεις αλλαγές που παρατηρήθηκαν στην ομάδα με συμπτωματική μακρά COVID.
«Αυτές οι πληροφορίες θα μπορούσαν να έχουν μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη διάγνωση και την παρακολούθηση. Εάν οι ασθενείς παρουσιάζουν παρατεταμένα συμπτώματα, όπως δύσπνοια, θα πρέπει να συμβουλεύονται έναν γιατρό για περαιτέρω αξιολόγηση. Τα αποτελέσματά μας θα πρέπει επίσης να ευαισθητοποιήσουν τους κλινικούς ιατρούς ώστε να λαμβάνουν υπόψη το ιστορικό COVID ενός ασθενούς και να αξιολογούν πιο διεξοδικά τα επίμονα συμπτώματα», λέει η Δρ. Trivieri.
Ο Zahi Fayad, κύριος συγγραφέας της μελέτης και διευθυντής του Ινστιτούτου Βιοϊατρικής Μηχανικής και Απεικόνισης της Ιατρικής Σχολής Icahn στο Mount Sinai, τόνισε τον ευρύτερο αντίκτυπο αυτών των ευρημάτων.
«Αυτή η μελέτη υπογραμμίζει τη μοναδική δύναμη της υβριδικής απεικόνισης PET/MRI για την αποκάλυψη κρυφών παθολογικών διεργασιών σε ασθενείς με μακροχρόνια COVID. Αυτά τα ευρήματα θα πρέπει να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε τη φροντίδα και την παρακολούθηση, όχι μόνο αναγνωρίζοντας τον SARS-CoV-2 ως πιθανό μακροπρόθεσμο καρδιαγγειακό παράγοντα κινδύνου, αλλά και ενσωματώνοντας τη μοριακή απεικόνιση στα πρωτόκολλα αξιολόγησης μετά την COVID. Τώρα διαθέτουμε αντικειμενικά στοιχεία που μπορούν να καθοδηγήσουν την έγκαιρη ανίχνευση και ενδεχομένως να αποτρέψουν μελλοντικά καρδιοπνευμονικά προβλήματα», σημειώνει.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Journal of Nuclear Medicine.