ΠΟΥ για νέο κοροναϊό: Η μεγαλύτερη απειλή για την ανθρωπότητα - Πόσο εύκολα μεταδίδεται
Σύμφωνα με τα διαρκώς ανανεωνόμενα επιδημιολογικά δεδομένα της πλατφόρμας του Πανεπιστημίου Johns Hopkins, το πρωί της 17ης Φεβρουαρίου 2020 είχαν καταγραφεί 71.331 επιβεβαιωμένα κρούσματα και 1.775 θάνατοι από τον νέο κορωνοϊό Covid-19 σε 29 χώρες παγκοσμίως.
Η συντριπτική πλειοψηφία των περιστατικών εντοπίζεται σαφώς στην Κίνα και στις χώρες της Άπω Ανατολής, ωστόσο 78 περιστατικά έχουν ανιχνευθεί σε Αμερική, Αυστραλία, Ευρώπη και Αφρική.
Ο κίνδυνος γενικευμένης εξάπλωσης του ιού παγκοσμίως είναι υπαρκτός και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει θέσει τον Covid-19 ως τη μεγαλύτερη απειλή για την ανθρωπότητα συγκριτικά και με την τρομοκρατία.
Πρόσφατο άρθρο στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό της αμερικανικής ιατρικής εταιρείας JAMA πραγματεύεται το δυναμικό εμμένουσας μεταδοτικότητας του νέου κορωνοϊού. Βασική αρχή της επιδημιολογικής λοιμωξιολογίας αποτελεί το γεγονός ότι το αποτέλεσμα μιας επιδημίας καθορίζεται από δύο βασικούς παράγοντες – τη μεταδοτικότητα και τη σοβαρότητα.
Η μεταδοτικότητα προσδιορίζεται με βάση το βασικό αριθμό αναπαραγωγής που συμβολίζεται ως R0 και ορίζεται ως ο αριθμός των επιπλέον ατόμων που θα νοσήσουν κατά τη διάρκεια της νόσησης ενός κρούσματος. Τιμές του δείκτη R0 κάτω από 1 υποδηλώνουν ότι η επιδημία θα φθίνει, ενώ τιμές πάνω του 1 δείχνουν το δυναμικό της επιδημίας για εμμένουσα μεταδοτικότητα. Όσον αφορά στον Covid-19, είναι μάλλον νωρίς για να καθοριστεί με ακρίβεια η τιμή του R0.
Ωστόσο ειδικοί έχουν υπολογίσει με μαθηματικά μοντέλα την εκτιμώμενη τιμή στο 2.2, λαμβάνοντας υπόψη νέα στοιχεία που υποδεικνύουν την ταχεία μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο. Παράλληλα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει χαρακτηρίσει το 14% των καταγεγραμμένων περιστατικών ως σοβαρά συμπεριλαμβανομένου και των θανάτων, που αντιστοιχούν σε πιθανότητα 2%.
Βέβαια, είναι συχνό οι δείκτες σοβαρότητας να υπερεκτιμούνται κατά την έναρξη μιας επιδημίας, καθώς υπάρχει η τάση να καταγράφονται πρωτίστως τα βαρύτερα περιστατικά έναντι ασυμπτωματικών φορέων και ολιγοσυμπτωματικών ασθενών. Από την άλλη όμως, πληροφορίες για το τελικό αποτέλεσμα της λοίμωξης (ίαση ή θάνατος) είναι διαθέσιμα μόνο για το 18% των καταγεγραμμένων κρουσμάτων, οπότε δε μπορεί να αποκλειστεί το δυσμενές ενδεχόμενο αύξησης του ποσοστού των θανάτων.
Αξίζει να αναφερθούμε σε αντίστοιχα στοιχεία από παλαιότερες επιδημίες κορωνοϊών. Το ποσοστό θνητότητας από τον ιό του σοβαρού οξέος συνδρόμου αναπνευστικής ανεπάρκειας (SARS) έφτασε το 9.6%, ενώ η αρχική τιμή του δείκτη R0 είχε εκτιμηθεί σε άνω του 2.
Περιστατικά καταγράφηκαν σε 37 χώρες, ωστόσο το γεγονός ότι πολλά περιστατικά είχαν έντονη κλινική συμπτωματολογία κατέστησε ικανή τη γρήγορη αναγνώριση, αντιμετώπιση και απομόνωση. Επιπλέον, ο ιός δεν ανιχνευόταν σε μεγάλη ποσότητα στις εκκρίσεις του ανώτερου αναπνευστικού και πιθανώς δεν ήταν τόσο μεταδοτικός, το οποίο και επιβεβαιώθηκε στο τέλος της επιδημίας οπότε και η τιμή του R0 υπολογίστηκε κάτω του 1.
Αντίστοιχα, ο κορωνοϊός του συνδρόμου αναπνευστικής ανεπάρκειας της Μέσης Ανατολής (MERS) είχε χαμηλή μεταδοτικότητα παρά την υψηλή σοβαρότητα. Επιδημικές εξάρσεις καταγράφηκαν κυρίως στη Σαουδική Αραβία, στην Ιορδανία και στη Νότια Κορέα, αλλά η τελική τιμή του R0 υπολογίστηκε κάτω του 1. Αντίθετα, η μεγάλη πανδημία γρίπης H1N1 του 2009 είχε υψηλή μεταδοτικότητα και τιμή R0 στο 1.7 χωρίς να συνοδεύεται από υψηλό ποσοστό σοβαρών περιστατικών. Εν κατακλείδι, παρόλο που δεν είναι δυνατό να καθοριστεί με ακρίβεια η έκβαση της επιδημίας του νέου κορωνοϊού, η εμπειρία του παρελθόντος έχει δείξει ότι ο στρατηγικός σχεδιασμός σε επίπεδο πολιτείας και τα μέτρα πρόληψης σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο αποτελούν ζωτικής σημασίας για την ανάσχεση του επιδημικού κύματος.
Θάνος Δημόπουλος
Καθηγητής Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ
Πρύτανης ΕΚΠΑ