ΥΓΕΙΑ

Αυτισμός: Ο ρόλος της βαζοπρεσσίνης στην κοινωνική συμπεριφορά

Τα άτομα που πάσχουν από διαταραχές του αυτιστικού φάσματος συνήθως δυσκολεύονται να αποκωδικοποιήσουν τις εκφράσεις του προσώπου των ανθρώπων γύρω τους και να διατηρήσουν βλεμματική επαφή. Αυτές οι δυσκολίες κοινωνικής ένταξης οφείλονται πιθανώς στα χαμηλά επίπεδα βαζοπρεσσίνης στον εγκέφαλό τους, σύμφωνα με νέα επιστημονική μελέτη που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση PLOS One.

Αυτισμός: Ο ρόλος της βαζοπρεσσίνης στην κοινωνική συμπεριφορά

Ερευνητές από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Στάνφορντ μελέτησαν μια ομάδα παιδιών με αυτισμό και διαπίστωσαν ότι όσα από αυτά είχαν τα χαμηλότερα επίπεδα βαζοπρεσσίνης στο αίμα τους ήταν και αυτά που αντιμετώπιζαν τις μεγαλύτερες κοινωνικές δυσκολίες.

Βάσει της διαπίστωσης αυτής, οι ερευνητές ξεκίνησαν κλινική δοκιμή η οποία περιελάμβανε θεραπεία με βαζοπρεσσίνη.

Η βαζοπρεσσίνη είναι ένα νευροπεπτίδιο που βρίσκεται στον εγκέφαλο. Τα νευροπεπτίδια είναι μόρια που ομοιάζουν των πρωτεϊνών και τα οποία χρησιμοποιούν οι νευρώνες του εγκεφάλου ώστε να επικοινωνούν μεταξύ τους. Η βαζοπρεσσίνη συγκεκριμένα συμβάλλει επίσης στον έλεγχο της αρτηριακής πίεσης. Πειράματα έχουν υποδείξει ότι η θεραπεία με βαζοπρεσσίνη βελτιώνει τη μνήμη και τις κοινωνικές δεξιότητες σε άτομα που δεν πάσχουν από αυτισμό.

Στο πλαίσιο της νέας μελέτης, οι ερευνητές μελέτησαν ένα κοινωνικό χαρακτηριστικό που περιγράφεται ως «η θεωρία του νου» (theory of mind). Πρόκειται για την ικανότητα να αντιλαμβανόμαστε ότι οι άλλοι άνθρωποι γύρω μας έχουν διαφορετική οπτική γωνία από τη δική μας.

Σε πρώτη φάση, οι ερευνητές επιβεβαίωσαν ότι τα επίπεδα βαζοπρεσσίνης στο αίμα αντανακλούν με ακρίβεια τα επίπεδα βαζοπρεσσίνης στον εγκέφαλο βάσει δείγματος 28 ατόμων. Στη συνέχεια, συνέλεξαν δείγμα 159 παιδιών ηλικία 3 έως 12 ετών. Από αυτά τα παιδιά, 57 έπασχαν από αυτισμό, 47 αναπτύσσονταν φυσιολογικά όμως είχαν αδερφό ή αδερφή με αυτισμό και 55 αναπτύσσονταν φυσιολογικά χωρίς να έχουν αδερφό ή αδερφή με αυτισμό.

Τα παιδιά αξιολογήθηκαν ως προς τις γνωστικές τους δεξιότητες, την κοινωνική τους ανταπόκριση, τη θεωρία του νου και την ικανότητα αναγνώρισης των συναισθημάτων. Λήφθηκαν επίσης αιματολογικά δείγματα ώστε να μετρηθούν τα επίπεδα της βαζοπρεσσίνης.

Σε γενικές γραμμές παρατηρήθηκε ότι τα παιδιά που δεν έπασχαν από αυτισμό, ασχέτως των επιπέδων βαζοπρεσσίνης στο αίμα τους, πέτυχαν παρόμοιες βαθμολογίες στα τεστ της θεωρίας του νου. Αντιθέτως, στα παιδιά με αυτισμό τα επίπεδα βαζοπρεσσίνης ήταν ανάλογα με τις επιδόσεις τους στα τεστ της θεωρίας του νου.

Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι ορισμένα από τα υγιή παιδιά παρουσίαζαν μειωμένα επίπεδα βαζοπρεσσίνης χωρίς να εκδηλώνουν δυσκολίες κοινωνικής ανταπόκρισης, οπότε τα επίπεδα του μορίου δεν μπορούν από μόνα τους να εξηγήσουν το κοινωνικό έλλειμμα που παρατηρείται στον αυτισμό. Εκτιμούν όμως ότι τα ευρήματα αυτά μπορούν να υποστηρίξουν τη θεραπεία με βαζοπρεσσίνη προς βελτίωση της κοινωνικής συμπεριφοράς στα παιδιά με αυτισμό. Παράλληλα, αιματολογικοί δείκτες, όπως τα επίπεδα της βαζοπρεσσίνης, μπορούν ενδεχομένως να ενισχύσουν την ακρίβεια της διάγνωσης και να παράσχουν αντικειμενικό μέτρο αξιολόγησης για την ανταπόκριση του ατόμου σε μια θεραπεία.