ΥΓΕΙΑ

Υγεία πνευμόνων: Τι δείχνει για την κατάσταση των αγγείων των διαβητικών

Η σπιρομέτρηση είναι η απλούστερη και πιο κοινή ιατρική εξέταση που μπορεί να κάνει ένας πνευμονολόγος για να ελέγξει την υγεία των πνευμόνων και την αναπνευστική λειτουργία γενικότερα.

Υγεία πνευμόνων: Τι δείχνει για την κατάσταση των αγγείων των διαβητικών

Κατά την εξέταση αυτή, μπορεί να αξιολογηθεί εργαστηριακά η ροή του αέρα που υπάρχει στους πνεύμονες, δίνοντάς μας πολύτιμες πληροφορίες για τη διάγνωση χρόνιων και σοβαρών παθήσεων, όπως το άσθμα και η Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ).

Σύμφωνα με νέα επιστημονικά ευρήματα, η σπιρομέτρηση μπορεί να αποτελέσει και δείκτη αγγειακών επιπλοκών και αυξημένης θνησιμότητας σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2.

Η παρουσία σταθερής διαταραχής στο δείκτη σπιρομέτρησης (PRISm) εμφανίζεται περίπου στο 10% του γενικού πληθυσμού και έχει αναγνωριστεί ως προγνωστικός παράγοντας δυσμενούς έκβασης στην υγεία, κυρίως σε ότι αφορά την καρδιοαναπνευστική νοσηρότητα και θνησιμότητα, επισημαίνει ο ερευνητής Γκούοτσεν Λι από το Ιατρικό Κολλέγιο Πανεπιστημίου Σουτσόου στο Σουτζού της Κίνας και οι συνεργάτες του.

Οι ερευνητές εξέτασαν δεδομένα από την Biobank του Ηνωμένου Βασιλείου σε πάνω από 20.000 άτομα με διαβήτη τύπου 2, ηλικίας 37-73 ετών.

Παρατήρησαν πως σειρά μελετών έχει δείξει ότι η εξασθενημένη πνευμονική λειτουργία και ο διαβήτης τύπου 2 μπορούν να προκαλέσουν κοινές παθοφυσιολογικές βλάβες, όπως μικροαγγειοπάθεια και χρόνια φλεγμονή. Όμως δεν έχει εξεταστεί πλήρως ο πιθανός ρόλος του PRISm ως πρώιμου προγνωστικού παράγοντα ανεπιθύμητων επιπλοκών σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2.

Οι ειδικοί εξέτασαν τη λειτουργία των πνευμόνων με βάση τη σπιρομέτρηση. Το PRISm ορίστηκε ως ο προβλεπόμενος εξαναγκασμένος όγκος εκπνοής ανά δευτερόλεπτο (FEV1) κάτω του 80%, με αναλογία FEV1/FVC (εξαναγκασμένη δυνατότητα όγκου) τουλάχιστον 0,70. Άτομα με κανονική σπιρομέτρηση (που ορίζεται ως προβλεπόμενος FEV1 πάνω από 80% με αναλογία FEV1/FVC πάνω από 0,70) χρησίμευσαν ως ομάδα ελέγχου.

Τα κύρια συμπεράσματα ήταν μείζονες επιπλοκές του διαβήτη τύπου 2, όπως μακροαγγειακά συμβάντα (έμφραγμα του μυοκαρδίου, ασταθής στηθάγχη, στεφανιαία νόσος, ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο και κάθε τύπος εγκεφαλικού επεισοδίου), μικροαγγειακά συμβάντα (διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια και διαβητική νεφρικής νόσος) και θνησιμότητα (για όλες τις αιτίες, καρδιαγγειακή και αναπνευστική).

Συνολικά, το 16,9% των συμμετεχόντων στη μελέτη (3.385 ασθενείς) είχαν αποφρακτική σπιρομέτρηση και το 22,6% (4.521 ασθενείς) είχαν PRISm. Σε σύγκριση με τα άτομα με φυσιολογική σπιρομέτρηση, τα άτομα με PRISm ήταν πιο πιθανό να είναι καπνιστές, παχύσαρκοι και να ζουν σε υποβαθμισμένες περιοχές. Τα άτομα με PRISm ήταν επίσης πιο πιθανό να είναι μακροχρόνιοι ασθενείς με διαβήτη που έπαιρναν φάρμακα για μείωση της γλυκόζης ή των λιπιδίων.

Η διάμεση παρακολούθηση για καθεμία από τις επιπλοκές και τη θνησιμότητα του διαβήτη τύπου 2 ήταν περίπου 12 χρόνια. Σε αυτό το διάστημα, το 5% των ασθενών ανέπτυξε έμφραγμα, το 1,3% ανέπτυξε ασταθή στηθάγχη, το 15,6% είχε στεφανιαία νόσο, το 3,5% είχε ισχαιμικό εγκεφαλικό και το 4,7% είχε οποιοδήποτε τύπο εγκεφαλικού.

Όσον αφορά τα μικροαγγειακά επεισόδια, το 7,8% ανέπτυξε διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια και το 6,7% ανέπτυξε διαβητική νεφρική νόσο.

Συνολικά 2.588 ασθενείς πέθαναν κατά την περίοδο της μελέτης (15,1%), από τους οποίους οι 544 από καρδιαγγειακή νόσο και οι 319 από αναπνευστική νόσο.

Το PRISm συσχετίστηκε σημαντικά με αυξημένο κίνδυνο για καθεμία από τις επιπλοκές και τους τύπους θνησιμότητας.

Ο κίνδυνος όμως παρέμεινε, ακόμη και μετά την προσαρμογή του τρόπου ζωής και άλλων παραγόντων.

Οι πιθανοί μηχανισμοί για τη σύνδεση του PRISm με τις επιπλοκές του διαβήτη περιλαμβάνουν τον ρόλο της αντίστασης στην ινσουλίνη στην επιδείνωση της πνευμονικής βλάβης σε ασθενείς με διαβήτη τύπου ΙΙ, τον αυξημένο ρυθμό χρήσης συμπληρωματικού οξυγόνου μεταξύ των ατόμων με PRISm και τον αυξημένο επιπολασμό της διεύρυνσης της πνευμονικής αρτηρίας σε τα θέματα PRISm, επισημαίνουν οι ερευνητές στη μελέτη τους.

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό έντυπο Chest.