Φάρμακα: Πώς μοιράζεται ο λογαριασμός για το 2025 - Τι πλήρωσαν κράτος, επιχειρήσεις και πολίτες
Η συνολική κατά κεφαλήν φαρμακευτική δαπάνη έχει αυξηθεί κατά 22% τα τελευταία χρόνια
Με νέο υψηλό στις υποχρεωτικές επιστροφές (clawback), εκτιμάται ότι θα κλείσει για τη φαρμακοβιομηχανία το 2025, συνεχίζοντας το ανοδικό σερί των προηγούμενων ετών. Η τρέχουσα χρονιά θα είναι η τέταρτη συνεχόμενη που η συμμετοχή των φαρμακευτικών εταιρειών στη δαπάνη για φάρμακα θα διαμορφωθεί σε υψηλότερα επίπεδα από αυτήν του κράτους, με το ποσοστό για το έτος να εκτιμάται στο 55%.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Deloitte, η συνολική φαρμακευτική δαπάνη για το 2025 αναμένεται να φτάσει τα 8,9 δισ. ευρώ, αυξημένη σε σχέση με τα 8,5 δισ. ευρώ του 2024. Από το ποσό αυτό, τα 4,9 δισ. ευρώ θα καταβληθούν από τη φαρμακοβιομηχανία, ενώ το κράτος θα συνεισφέρει 3,2 δισ. ευρώ (36%). Όσον αφορά τους πολίτες, θα καλύψουν σχεδόν 0,9 δισ. ευρώ, ποσοστό που αντιστοιχεί στο 10% της συνολικής δαπάνης.
Η ίδια μελέτη δείχνει ότι το 2025 οι επιστροφές των φαρμακευτικών επιχειρήσεων προς το Δημόσιο λόγω υπέρβασης του προκαθορισμένου προϋπολογισμού, καταγράφουν άνοδο περίπου 6,5% σε σχέση με το 2024, ενώ η δημόσια δαπάνη, αύξηση της τάξης του 6,7%. Παρά τις παρόμοιες ποσοστιαίες μεταβολές, το μεγαλύτερο βάρος της αύξησης εξακολουθεί να επιφορτίζει τη φαρμακοβιομηχανία, καθώς ξεκινά από αισθητά υψηλότερη βάση. Από την άλλη πλευρά, αν και το ποσοστό συμμετοχής των πολιτών παραμένει σταθερό, σε απόλυτα ποσά αυξάνεται, ακολουθώντας τη γενικότερη άνοδο της συνολικής δαπάνης.
Οι εκπρόσωποι του κλάδου προειδοποιούν ότι, εφόσον το ισχύον πλαίσιο παραμείνει αμετάβλητο, η κατάσταση θα επιδεινωθεί σχεδόν σε όλες τις διαστάσεις τα επόμενα χρόνια. Με τα σημερινά δεδομένα, η εικόνα αναμένεται να είναι παρόμοια και για το 2026 ενώ, χωρίς παρεμβάσεις, εκτιμάται ότι η συνολική δαπάνη θα αγγίξει τα 10,5 δισ. ευρώ το 2028. Από αυτά, 5,8 δισ. ευρώ θα επιβαρύνουν τη φαρμακοβιομηχανία, 3,7 δισ. ευρώ το κράτος και περίπου 1 δισ. ευρώ τους ασθενείς.
Τα δεδομένα πίσω από την αύξηση
Αντικρούοντας την αντίληψη ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες επωφελούνται με την αύξηση των δαπανών και ευθύνονται για τη μη αποδοτική λειτουργεία του συστήματος, η μελέτη επισημαίνει ότι «οι επιχειρήσεις εισπράττουν μόλις το 38% της αξίας των φαρμάκων που διαθέτουν στην αγορά και ο κλάδος δεν έχει συνολικά κανένα όφελος από την αύξηση της ονομαστικής φαρμακευτικής δαπάνης».
Παράλληλα, τα στοιχεία δεν επιβεβαιώνουν την άποψη ότι η αύξηση των δαπανών οφείλεται σε υπερσυνταγογράφηση ή υπερκατανάλωση. Η μελέτη, η οποία διενεργήθηκε για λογαριασμό του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας (ΣΦΕΕ), επικαλείται έρευνες, με βάση τις οποίες ο όγκος των συνταγογραφήσεων είναι σε παρόμοια επίπεδα με χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) , ενώ σε πολλές βασικές θεραπευτικές κατηγορίες (ATC), βάσει της ταξινόμησης του ΟΟΣΑ, η χώρα βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Με βάση τα παραπάνω, η δυσανάλογη αύξηση δαπάνης σε σχέση με τις συγκρίσιμες ευρωπαϊκές χώρες αποδίδεται στο μη βέλτιστο μίγμα των φαρμάκων που συνταγογραφούνται (υποκατάσταση φθηνότερων με ακριβότερα).
Οι παρεμβάσεις του υπουργείου Υγείας
Το υπουργείο Υγείας αναγνωρίζει το πρόβλημα και τα τελευταία χρόνια έχει εντείνει τις παρεμβάσεις του, δίνοντας έμφαση στην αποδοτικότερη αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων. Αν και τα μέτρα αυτά προς το παρόν δεν αλλάζουν τη συνολική εικόνα, φαίνεται να δίνουν ήδη κάποια μετρήσιμα αποτελέσματα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Στρατηγικού Σχεδιασμού, τα νέα μέτρα που έχουν ληφθεί εξοικονόμησαν περίπου 140 εκατ. ευρώ μέσα στο 2024. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν τη Θέσπιση Ειδικής Επιτροπής Ελέγχου Συστήματος Ηλεκτρονικής Προέγκρισης (ΣΗΠ), τα ηλεκτρονικά φίλτρα στη συνταγογράφηση, τη χρήση εργαλείων Business Intelligence του ΕΟΠΥΥ για τον εντοπισμό αποκλίσεων στη συνταγογράφηση, την κατάργηση της εξίσωσης λιανικής και τιμής αποζημίωσης στα γενόσημα, τη μεταφορά φαρμάκων στην αρνητική λίστα και τη νέα στρατηγική του Ιδρύματος Φαρμακευτικής Έρευνας & Τεχνολογίας (ΙΦΕΤ) ως «ενεργού αγοραστή». Σημειώνεται ότι η αγορά εκτιμά πως η δαπάνη του ΙΦΕΤ θα διαμορφωθεί σε τουλάχιστον 300 εκατ. ευρώ το 2025, με τους εκπροσώπους του κλάδου να προβλέπουν ότι εξελίσσεται στη μεγαλύτερη φαρμακευτική εταιρεία της χώρας. Παράλληλα, βρίσκονται σε εξέλιξη ευρύτερες μεταρρυθμίσεις, όπως το Ταμείο Καινοτομίας, τα μητρώα ασθενών και ο νέος φορέας HTA.
Απαιτείται πειθαρχία και προσαρμογή
Σε πρωτογενή έρευνα, οι εκπρόσωποι του κλάδου τονίζουν ότι αποσπασματικά μέτρα που δεν εντάσσονται σε μια ευρύτερη στρατηγική έχουν περιορισμένο αντίκτυπο και προκαλούν αδράνεια στη μεταρρύθμιση.
Η μελέτη επιβεβαιώνει την ανάγκη πειθάρχησης του συστήματος μέσω της εφαρμογής θεραπευτικών πρωτοκόλλων, σαφών στόχων και ενός μηχανισμού συνυπευθυνότητας για όλους τους εμπλεκομένους. Παράλληλα, «συνιστά» την προσαρμογή της δημόσιας χρηματοδότησης ώστε να ανταποκρίνεται στην ανοδική ζήτηση, αυξάνοντας ταυτόχρονα και την αποδοτική χρήση των πόρων.
Είναι ενδεικτικό ότι, ενώ η συνολική κατά κεφαλήν φαρμακευτική δαπάνη έχει αυξηθεί κατά 22% τα τελευταία χρόνια (2020-2022), η δημόσια δαπάνη αυξήθηκε μόλις κατά 5%. Όπως επισημαίνεται, αν δεν υπάρξει αναπροσαρμογή που να αντανακλά τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού, ο «λογαριασμός» θα συνεχίσει να μετακυλίεται στις επιχειρήσεις και στους ασθενείς.