Η μοναξιά δεν είναι συναισθηματική κατάσταση - Οι μετρήσιμες επιπτώσεις σε σωματική & ψυχική υγεία
Η μοναξιά αυξάνει δραματικά τον κίνδυνο κατάθλιψης και κακής υγείας, σύμφωνα με νέα μελέτη.
Το 50% των ανθρώπων που δηλώνουν ότι αισθάνονται πάντα μόνοι, πάσχουν από κλινική κατάθλιψη.
Σε εκείνους που δήλωσαν ότι δεν αισθάνονται ποτέ μοναξιά, το ποσοστό των καταθλιπτικών ήταν μόλις 10%.
Οι άνθρωποι που δήλωσαν ότι αισθάνονται μόνοι, έχουν πολύ περισσότερες ημέρες κλονισμένης ψυχικής ή σωματικής υγείας, διαπίστωσαν οι ερευνητές.
«Τα άτομα που ένιωθαν "πάντα" μοναξιά είχαν πενταπλάσιο κίνδυνο κατάθλιψης, 11 περισσότερες ημέρες κακής ψυχικής υγείας και πέντε επιπλέον ημέρες κακής σωματικής υγείας ανά μήνα σε σύγκριση με εκείνους που δεν ένιωθαν ποτέ μοναξιά», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Δρ. Oluwasegun Akinyemi, ερευνητής στο Κολέγιο Ιατρικής του Πανεπιστημίου Howard, στην Ουάσιγκτον.
«Η μοναξιά δεν είναι απλώς μια συναισθηματική κατάσταση - έχει μετρήσιμες συνέπειες τόσο για την ψυχική όσο και για τη σωματική υγεία. Η αντιμετώπιση της μοναξιάς μπορεί να είναι μια κρίσιμη προτεραιότητα για τη δημόσια υγεία, προκειμένου να μειωθεί η κατάθλιψη και να βελτιωθεί η συνολική ευημερία», είπε.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα που συλλέχθηκαν μεταξύ 2016 και 2023 στο πλαίσιο έρευνας για τους κινδύνους για την υγεία, στην οποία συμμετείχαν περισσότερα από 47.000 άτομα.
Πάνω από το 80% των συμμετεχόντων ανέφεραν κάποιο επίπεδο μοναξιάς, αλλά εκείνοι με τα υψηλότερα επίπεδα, ήταν πιο πιθανό να υποφέρουν ψυχικά και σωματικά, σύμφωνα με τα αποτελέσματα.
«Αυτό που ξεχώρισε ήταν το πόσο έντονα επηρέαζε η μοναξιά κάθε πτυχή της υγείας, υπογραμμίζοντας την επείγουσα ανάγκη αντιμετώπισης αυτής της κρυφής επιδημίας», έγραψαν οι ερευνητές.
Κάποιες ομάδες επηρεάστηκαν πιο έντονα από τη μοναξιά σε σχέση με άλλες. Για παράδειγμα, οι γυναίκες είχαν περισσότερες πιθανότητες κατάθλιψης και κακής ψυχικής υγείας σε σχέση με τους άνδρες, σε όλα τα επίπεδα μοναξιάς.
«Οι νεότεροι ενήλικες, οι γυναίκες, οι άνεργοι και τα άτομα χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου, ήταν πιο πιθανό να αναφέρουν ότι νιώθουν μοναξιά. Η μοναξιά δεν επηρεάζει μόνο τους ηλικιωμένους, επηρεάζει όλες τις ηλικίες και όλα τα κοινωνικά στρώματα», είπε ο Akinyemi.
Οι ερευνητές εικάζουν ότι η μοναξιά μπορεί να επηρεάζει την υγεία των ανθρώπων ενεργοποιώντας τα συστήματα αντίδρασης στο στρες ή τη ροή των χημικών ουσιών του εγκεφάλου, όπως η σεροτονίνη και η ντοπαμίνη.
«Αυτές οι νευροχημικές αλλαγές, σε συνδυασμό με το ψυχολογικό κόστος της αντιληπτής κοινωνικής αποσύνδεσης, πιθανώς ενισχύουν τον κίνδυνο εμφάνισης συμπτωμάτων κατάθλιψης», έγραψαν.
Μελλοντικές μελέτες θα πρέπει να εξετάσουν εάν η μείωση της μοναξιάς ενός ατόμου μπορεί να βελτιώσει τη σωματική και ψυχική του υγεία.
Δυστυχώς, τα άτομα που αισθάνονται μοναξιά, δεν είναι πιθανό να ζητήσουν βοήθεια από μόνα τους, είπε ο Akinyemi.
«Η παραδοχή της μοναξιάς μπορεί να εκληφθεί ως αδυναμία ή κοινωνική αποτυχία, κάτι που μπορεί να αποθαρρύνει τα άτομα από το να ζητήσουν βοήθεια. Αυτή η σιωπή μπορεί να επιδεινώσει την υγεία τους και να καθυστερήσει τις παρεμβάσεις που θα μπορούσαν να αποτρέψουν μακροπρόθεσμες βλάβες», είπε ο Akinyemi.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Plos One.