ΥΓΕΙΑ

Κάδμιο στον οργανισμό: Πόσο αυξάνει τον κίνδυνο ενδομητρίωσης

Οι γυναίκες με αυξημένα επίπεδα καδμίου στον οργανισμό τους, είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν ενδομητρίωση, σύμφωνα με τα ευρήματα νέας μελέτης.

Κάδμιο στον οργανισμό: Πόσο αυξάνει τον κίνδυνο ενδομητρίωσης

Συγκεκριμένα, βρέθηκε ότι οι γυναίκες με ελαφρώς ή μέτρια αυξημένα επίπεδα του τοξικού στοιχείου στο οργανισμό τους που ανέπτυξαν ενδομητρίωση, ήταν διπλάσιες από τις γυναίκες με τα χαμηλότερα επίπεδα, λένε οι ερευνητές.

«Αν και εκτιμάται ότι η ενδομητρίωση επηρεάζει 1 στις 10 γυναίκες, ο λόγος για τον οποίο η πάθηση αναπτύσσεται σε ορισμένες γυναίκες και όχι σε άλλες, παραμένει ασαφής», δήλωσε η ανώτερη ερευνήτρια Kristen Upson, επίκουρη καθηγήτρια επιδημιολογίας και βιοστατιστικής στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν.

«Η έρευνά μας για τις περιβαλλοντικές μολύνσεις και η εύρεση συσχέτισης μεταξύ της έκθεσης στο κάδμιο και της ενδομητρίωσης, βοηθάει στην καλύτερη κατανόηση των παραγόντων κινδύνου για την ανάπτυξη ενδομητρίωσης», πρόσθεσε.

Η ενδομητρίωση εμφανίζεται όταν ιστός παρόμοιος με την εσωτερική επένδυση της μήτρας, το ενδομήτριο, αρχίζει να αναπτύσσεται σε άλλα μέρη του σώματος, όπως η ουροδόχος κύστη, τα έντερα, το διάφραγμα και άλλα όργανα και δομές του γυναικείου αναπαραγωγικού συστήματος.

Αυτές οι περιοχές μπορεί να εξελιχθούν σε κύστεις, βλάβες και ουλώδη ιστό, προκαλώντας έντονο πόνο και προβλήματα γονιμότητας. Επειδή ο ενδομήτριος ιστός ανταποκρίνεται στις ορμονικές αλλαγές, μπορεί να προκληθεί φλεγμονή κατά τη διάρκεια του εμμηνορροϊκού κύκλου μιας γυναίκας.

Η Upson και οι συνάδελφοί της ανέλυσαν δεδομένα που συγκεντρώθηκαν από τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ για 1.750 γυναίκες στις ΗΠΑ ηλικίας 20 έως 54 ετών μεταξύ 1999 και 2006.

Συγκεκριμένα, εξέτασαν τα επίπεδα καδμίου των γυναικών, επειδή προηγούμενη είχε δείξει ότι το τοξικό μέταλλο μιμείται τη δράση των οιστρογόνων, δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια Mandy Hall, αναλύτρια δεδομένων στο Τμήμα Επιδημιολογίας και Βιοστατιστικής του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν.

«Καθώς τα οιστρογόνα διαδραματίζουν βασικό ρόλο στην ανάπτυξη της ενδομητρίωσης, θέλαμε να δούμε εάν η έκθεση στο κάδμιο συσχετίστηκε με ιστορικό διάγνωσης με ενδομητρίωση», είπε η Hall.

Οι ερευνητές χώρισαν τις γυναίκες σε τέσσερις ομάδες (τεταρτημόρια) με βάση τα επίπεδα καδμίου που βρέθηκαν στα ούρα τους, από τα χαμηλότερα προς τα υψηλότερα.

«Παρατηρήσαμε ότι όσες είχαν επίπεδα καδμίου στο δεύτερο και τρίτο τεταρτημόριο, σε σύγκριση με εκείνες με επίπεδα καδμίου στο πρώτο τεταρτημόριο, είχαν διπλάσιο επιπολασμό ενδομητρίωσης», είπε η Χολ.

Όσες είχαν επίπεδα καδμίου στο τέταρτο τεταρτημόριο -το υψηλότερο- είχαν μόνο 60% αυξημένο επιπολασμό ενδομητρίωσης σε σύγκριση με εκείνες με επίπεδα καδμίου στο πρώτο τεταρτημόριο, σημείωσαν οι ερευνητές.

«Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι οι χημικές ουσίες που διαταράσσουν το ενδοκρινικό σύστημα, όπως το κάδμιο, μπορούν να παράγουν διαφορετικές βιολογικές επιδράσεις σε διαφορετικά επίπεδα έκθεσης και όχι απαραίτητα να ακολουθούν μια δοσοερξαρτώμενη σχέση έκθεσης που σχετίζεται με περισσότερες ασθένειες», εξήγησε ο Upson.

Οι γυναίκες συνήθως εκτίθενται στο κάδμιο αναπνέοντας τον καπνό του τσιγάρου, είπε η Hall.

Το κάδμιο βρίσκεται φυσικά στο περιβάλλον, αλλά απελευθερώνεται επίσης από βιομηχανικές διεργασίες, όπως η τήξη και η καύση ορυκτών καυσίμων ή τα αστικά απόβλητα, σύμφωνα με το CDC. Το κάδμιο χρησιμοποιείται στην επιμετάλλωση, στην παραγωγή χρωστικών, στην κατασκευή μπαταριών και στην κατασκευή πλαστικών προϊόντων.

«Με τις βιομηχανικές δραστηριότητες, το κάδμιο απελευθερώνεται στο περιβάλλον και εισέρχεται στο έδαφος και το νερό», είπε η Upson. «Το κάδμιο στο έδαφος και το νερό μπορεί να συσσωρευτεί σε φυτά και οργανισμούς, μολύνοντας την τροφή. Έχει βρεθεί σε φυλλώδη λαχανικά όπως το σπανάκι και το μαρούλι, καθώς και στις πατάτες, στα δημητριακά, στους ξηρούς καρπούς, στο κρέας και στα οστρακοειδή».

Οι γυναίκες μπορούν να μειώσουν τα επίπεδα καδμίου αποφεύγοντας τον καπνό του τσιγάρου και ακολουθώντας μια ισορροπημένη διατροφή, λένε οι ερευνητές.

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Human Reproduction.