Πόσο πιθανό είναι να μείνει έγκυος μια γυναίκα με ενδομητρίωση;
Η ενδομητρίωση επηρεάζει 190 εκατομμύρια γυναίκες παγκοσμίως και αποτελεί κύρια αιτία υπογονιμότητας.
Είναι χρόνια πάθηση στην οποία ιστός που φυσιολογικά καλύπτει το εσωτερικό της μήτρας, αναπτύσσεται έξω από αυτή, προκαλώντας συχνά σοβαρό πυελικό πόνο και υπογονιμότητα.
30ετής μελέτη σε πάνω από τέσσερα εκατομμύρια γυναίκες στην Αγγλία, αποκάλυψε ότι οι γυναίκες με υπογονιμότητα που σχετίζεται με την ενδομητρίωση, έχουν σημαντικά περισσότερες πιθανότητες να μείνουν έγκυες σε σύγκριση με τις γυναίκες με υπογονιμότητα από άλλες αιτίες.
Τα ευρήματα παρουσιάστηκαν στην 41η Ετήσια Συνάντηση της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας (ESHRE) και προσφέρουν ελπίδα σε εκατομμύρια γυναίκες που ζουν με ενδομητρίωση και θέλουν να αποκτήσουν παιδιά.
Ερευνητές στα Πανεπιστήμια του Αμπερντίν και του Εδιμβούργου, στη Σκωτία, ανέλυσαν αρχεία πρωτοβάθμιας περίθαλψης, δευτεροβάθμιας περίθαλψης και μητρότητας για περισσότερες από τέσσερα εκατομμύρια γυναίκες στην Αγγλία, οι οποίες εμφάνισαν υπογονιμότητα ή συμπτώματα που σχετίζονται με ενδομητρίωση μεταξύ 1991 και 2020.
Από τις 4.041.770 γυναίκες ηλικίας 13-50 ετών που απευθύνθηκαν σε γιατρό πρωτοβάθμιας περίθαλψης για υπογονιμότητα ή άλλα συμπτώματα ενδομητρίωσης, 111.197 είχαν χειρουργικά επιβεβαιωμένη διάγνωση ενδομητρίωσης μέσω λαπαροσκόπησης ή λαπαροτομίας κατά τη διάρκεια της περιόδου 30 ετών. Η συνολική συχνότητα εμφάνισης γυναικείας υπογονιμότητας στον πληθυσμό κατά τη διάρκεια της περιόδου μελέτης, ήταν 48,9 ανά 1.000 γυναίκες, με τα υψηλότερα ποσοστά να παρατηρούνται σε γυναίκες ηλικίας 30 έως 39 ετών.
Μεταξύ των γυναικών με υπογονιμότητα, το 6,1% είχε χειρουργικά επιβεβαιωμένη ενδομητρίωση. Από αυτές, το 57,4% παρουσίασε υπογονιμότητα πριν από τη διάγνωση, αναδεικνύοντας τις καθυστερήσεις στην αναγνώριση και τη διάγνωση της ενδομητρίωσης.
Η μελέτη επιβεβαίωσε την ισχυρή συσχέτιση μεταξύ της πάθησης και των προβλημάτων γονιμότητας, δείχνοντας ότι οι γυναίκες με υπογονιμότητα είχαν υπερδιπλάσιες πιθανότητες να διαγνωστούν με ενδομητρίωση σε σύγκριση με τις γυναίκες χωρίς υπογονιμότητα.
Ωστόσο, κατά την εξέταση των αποτελεσμάτων της εγκυμοσύνης, οι γυναίκες με υπογονιμότητα που σχετίζεται με ενδομητρίωση είχαν τετραπλάσιες πιθανότητες σύλληψης σε σύγκριση με τις γυναίκες με υπογονιμότητα από άλλες αιτίες, όπως δυσλειτουργία της ωορρηξίας, πρόβλημα στις σάλπιγγες και ανεξήγητη υπογονιμότητα. Συνολικά, το 40,5% των γυναικών με διάγνωση ενδομητρίωσης (ανεξάρτητα από την κατάσταση υπογονιμότητάς τους) είχαν τουλάχιστον μία εγκυμοσύνη κατά τη διάρκεια της περιόδου μελέτης.
Αναλογιζόμενη τις πιθανές εξηγήσεις για αυτό το αποτέλεσμα, η Δρ. Saraswat δήλωσε: «Η ενδομητρίωση μπορεί να ποικίλλει ως προς τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζει τη γονιμότητα. Οι γυναίκες με ηπιότερες μορφές μπορεί να διατηρήσουν καλό αναπαραγωγικό δυναμικό, ειδικά εάν η πάθηση διαγνωστεί και αντιμετωπιστεί έγκαιρα. Υπάρχουν επίσης στοιχεία που υποδηλώνουν ότι η λαπαροσκοπική χειρουργική επέμβαση μπορεί να βελτιώσει τα ποσοστά εγκυμοσύνης σε γυναίκες με ενδομητρίωση».
Πρόσθεσε ότι οι γυναίκες με την πάθηση μπορεί επίσης να είναι πιο πιθανό να αναζητήσουν βοήθεια νωρίτερα λόγω της αυξημένης ευαισθητοποίησης σχετικά με τη σχέση μεταξύ ενδομητρίωσης και υπογονιμότητας.
«Ενώ η γονιμότητα παραμένει πολυπαραγοντική, με παράγοντες όπως η ηλικία να παίζουν σημαντικό ρόλο, τα ευρήματά μας προσφέρουν ισχυρά στοιχεία, που μπορούν να βελτιώσουν σημαντικά τη συμβουλευτική γονιμότητας για γυναίκες που έχουν διαγνωστεί πρόσφατα με ενδομητρίωση, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με την πιθανότητα υπογονιμότητας, τα συνολικά ποσοστά εγκυμοσύνης και τα αποτελέσματα, και πώς αυτά συγκρίνονται με άλλες αιτίες υπογονιμότητας. Αυτές οι γνώσεις μπορούν να βοηθήσουν τις γυναίκες να πάρουν αποφάσεις και παρέχουν μια ισχυρή βάση για μελλοντική έρευνα σχετικά με το πώς παράγοντες όπως το στάδιο της νόσου, η διάγνωση, η χειρουργική θεραπεία και η χρήση υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, επηρεάζουν τα αποτελέσματα της εγκυμοσύνης σε γυναίκες με ενδομητρίωση».
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Human Reproduction.
Πηγή: Medical Express