Πώς επηρεάζει η ακρίβεια τη διατροφή των Ελλήνων - Τι προτείνει διατροφολόγος
Η αύξηση των τιμών των τροφίμων αποτελεί καθημερινή πρόκληση για την ποιότητα της διατροφής και την υγεία.
Οι επιπτώσεις της ακρίβειας στο οικογενειακό εισόδημα επηρεάζουν και τη διατροφική συμπεριφορά των Ελλήνων.
Όπως επισημαίνει η μοριακή βιολόγος και διαιτολόγος-διατροφολόγος, Δρ. Ιωάννα Μαρία Καραγκούνη, η τελευταία περίοδος χαρακτηρίζεται από ραγδαία αύξηση των τιμών των βασικών ειδών διατροφής στην Ελλάδα. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι τιμές χονδρικής εισαγόμενων τροφίμων αυξήθηκαν κατά 7,2 % τον Αύγουστο 2025, προϊδεάζοντας για νέες ανατιμήσεις στη λιανική. Σε ετήσια βάση, τα είδη διατροφής εξακολουθούν να καταγράφουν σημαντική αύξηση τιμών: για τον Σεπτέμβριο του 2025, η άνοδος σε πολλές υποκατηγορίες παραμένει διψήφια, η σοκολάτα σημείωσε +22,2 %, ο καφές +19,8 %, το κρέας +8,4 %. Άλλες μελέτες δείχνουν πως από το 2020 έως το 2024 οι τιμές των ειδών διατροφής στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά περίπου 29,3 % ενώ ο γενικός δείκτης τιμών καταναλωτή κατά 17,7 %.
Η επίπτωση είναι ιδιαίτερα έντονη για τα νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα. Για το φτωχότερο 20% του πληθυσμού στη χώρα, το μερίδιο της δαπάνης για διατροφή ανέρχεται σε 33,5 % των συνολικών δαπανών τους, και είναι πολλαπλάσιο αυτού των πλουσιότερων στρωμάτων.
Αναδιάρθρωση της κατανάλωσης
Η Δρ. Καραγκούνη σημειώνει πως η ακρίβεια δεν αφορά μόνο τη μείωση της κατανάλωσης, αλλά την αναδιάρθρωσή της: «Όταν το ψωμί, το κρέας και τα γαλακτοκομικά ακριβαίνουν, οι οικογένειες αναγκάζονται να περιορίσουν τις επιλογές τους, συχνά προς τρόφιμα με χαμηλότερο κόστος αλλά και συχνά με χαμηλότερη θρεπτική αξία».
Με βάση αυτές τις συνθήκες, η ειδικός επισημαίνει πως οι Έλληνες σταδιακά «μετακινούν» τη διατροφή τους: πιο συχνές επιλογές φθηνότερων προϊόντων, περιορισμός της κατανάλωσης κόκκινου κρέατος, πιθανώς μικρότερη ποικιλία σε φρούτα και λαχανικά, στοιχεία που μπορούν να επηρεάσουν την ποιότητα της διατροφής μακροπρόθεσμα. Στην ανάλυσή της σημειώνει: «Η πίεση στην τσέπη μεταφράζεται σε πίεση στο πιάτο. Δεν αρκεί να λέμε ότι "όλοι γνωρίζουν" πως η μεσογειακή διατροφή είναι η καλύτερη. Αυτό που βλέπουμε είναι πως η επιλογή της γίνεται πιο δύσκολη με το κόστος. Και όταν το εισόδημα πιέζεται, η διατροφή μετατρέπεται σε μεσολαβητή της οικονομίας και όχι της υγείας».
Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι η επιλογή βασικών τροφίμων γίνεται πιο κρίσιμη: ψωμί, δημητριακά, κρέατα, γαλακτοκομικά, φρούτα και λαχανικά αποτελούν τις κατηγορίες με τις μεγαλύτερες μεταβολές. Επίσης, η ανισότητα στην πρόσβαση σε ποιοτική διατροφή μεγαλώνει: όσοι διαθέτουν χαμηλότερα εισοδήματα αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο βάρος από την ακρίβεια, όχι μόνο σε χρήμα, αλλά σε θρεπτική ποιότητα. Τέλος, η μετατόπιση προς φθηνότερα υποκατάστατα μπορεί να σημαίνει μείωση στην κατανάλωση τροφίμων υψηλής διατροφικής αξίας: π.χ. λιγότερα φρέσκα φρούτα ή λαχανικά, ή μικρότερη κατανάλωση καλών πρωτεϊνών.
Μεσογειακή διατροφή
«Ακόμη και όταν το κόστος ανεβαίνει, υπάρχουν λύσεις: επιλογές που διατηρούν θρεπτική αξία χωρίς να είναι ιδιαίτερα ακριβές. Η έξυπνη αγορά, η σωστή προετοιμασία τροφίμων και η αξιοποίηση τοπικών προϊόντων μπορούν να λειτουργήσουν ως αντίβαρο» προτείνει η Δρ. Καραγκούνη.
Για παράδειγμα, η επιστροφή σε βασικά προϊόντα της μεσογειακής διατροφής (όπως όσπρια, δημητριακά ολικής αλέσεως και λαχανικά εποχής) μπορεί να προσφέρει ισορροπία μεταξύ κόστους και ποιότητας.
Παράλληλα, η μείωση σπατάλης και η σωστή διαχείριση των αγορών (προγραμματισμός, λίστα, ψώνια με σύνεση) αποτελούν «όπλα» κατά της επιδείνωσης του οικογενειακού διατροφικού προϋπολογισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, οι «έξυπνες διατροφικές επιλογές» δεν έχουν μόνο οικονομικό χαρακτήρα, αλλά και διατροφικό και λειτουργικό. Για παράδειγμα, πολλοί άνθρωποι εμφανίζουν μειωμένη ανοχή στη λακτόζη. Ακόμη και όταν οι τιμές πιέζουν, η στροφή σε ζυμωμένα πρόβεια ή κατσικίσια γαλακτοκομικά και ώριμα τυριά μπορεί να διατηρήσει υψηλή θρεπτική αξία, με χαμηλότερη περιεκτικότητα σε λακτόζη και καλύτερη ανεκτικότητα για αρκετούς.
Επιπλέον, οι επιλογές αυτές συχνά είναι πιο συμφέρουσες σε σχέση με ορισμένα φυτικά ροφήματα, τα οποία, παρά το υψηλότερο κόστος τους, μπορεί να έχουν χαμηλότερη περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη και μειωμένη συνολική θρεπτική πυκνότητα. Πρόκειται, λοιπόν, για μια πρακτική και ρεαλιστική προσέγγιση που δείχνει ότι η ποιότητα μπορεί να διατηρηθεί χωρίς υπερβολικές δαπάνες, αρκεί οι επιλογές να γίνονται με γνώση και στρατηγική.