Καρδιαγγειακά: 1 θάνατος κάθε 12 λεπτά στην Ελλάδα - 100.000 νοσηλείες το χρόνο λόγω παχυσαρκίας
«Ζούμε περισσότερο, αλλά όχι με καλύτερη υγεία» - Yψηλή φαρμακευτική δαπάνη και μακροχρόνιες αναπηρίες στο συνολικό φορτίο των καρδιαγγειακών
Μια πραγματικότητα που δεν επιτρέπει εφησυχασμό αποκαλύπτουν τα διαθέσιμα στοιχεία για τα καρδιαγγειακά νοσήματα στην Ελλάδα. Οι παθήσεις αυτές ευθύνονταν για 30,7% όλων των θανάτων στη χώρα το 2022, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 125 θανάτους την ημέρα, περίπου 5 θανάτους την ώρα και 1 θάνατο κάθε 12 λεπτά. Η επιβάρυνση, ωστόσο, δεν περιορίζεται στην απώλεια ζωής, καθώς τα δεδομένα για τα νέα εμφράγματα είναι εξίσου ανησυχητικά: 55 ημερησίως, περίπου 2,3 την ώρα και 1 κάθε 26 λεπτά.
Τα παραπάνω στοιχεία επεσήμανε ο Αθανάσιος Τρίκας, Αναπληρωτής Καθηγητής Καρδιολογίας του ΕΚΠΑ και Γ.Γ. της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας, στο Πανελλήνιο Συνέδριο για τα Οικονομικά και τις Πολιτικές της Υγείας 2025.
Πέρα από τους άμεσους δείκτες, ο κ. Τρίκας υπογράμμισε ότι οι καρδιαγγειακές νόσοι αποτελούν από τις βασικές αιτίες νοσηλείας — ιδίως όταν εξελίσσονται σε καρδιακή ανεπάρκεια — και παράλληλα συνεπάγονται υψηλή φαρμακευτική δαπάνη και μακροχρόνιες αναπηρίες που αθροίζονται στο συνολικό φορτίο της νόσου.
Η σημασία της πρόληψης
Ο καθηγητής στάθηκε ιδιαίτερα στη σημασία της πρόληψης και του προγράμματος «ΠΡΟΛΑΜΒΑΝΩ τα ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ» του Υπουργείου Υγείας, ωστόσο τόνισε την ανάγκη για μια νέα στρατηγική με ολιστική προσέγγιση, που θα περιλαμβάνει:
- Εθνικά προγράμματα πρόληψης με πληθυσμιακή στόχευση και έμφαση σε απομακρυσμένες περιοχές
- Διατομεακές παρεμβάσεις με συνεργασία των υπουργείων Υγείας, Παιδείας και Εργασίας
- Ψηφιοποίηση καρδιολογικής φροντίδας -από παρακολούθηση έως αξιολόγηση αποτελεσματικότητας
- Επένδυση σε ανθρώπινο δυναμικό με εκπαίδευση στη χρόνια φροντίδα και διαχείριση πολυνοσηροτήτων.
Γηράσκων πληθυσμός και βλαπτικοί παράγοντες
Νωρίτερα, στην εναρκτήρια ομιλία του συνεδρίου, ο Δημήτριος Τ. Μπούμπας, Καθηγητής Παθολογίας–Ρευματολογίας και Πρόεδρος του ΚΕΣΥ, ανέδειξε μια κρίσιμη αντίφαση της εποχής μας: Παρότι ο μέσος όρος ζωής βελτιώνεται, το συνολικό φορτίο της νόσου —δηλαδή το άθροισμα θανάτων και αναπηρίας— παραμένει σταθερό.
Ο Καθηγητής υπογράμμισε πως οι ηλικιωμένοι στη χώρα μας έχουν διπλασιασθεί εντός της τελευταίας 20ετίας, γεγονός που συνεπάγεται αύξηση των συννοσηροτήτων και του φορτίου νόσων για τις υπηρεσίες υγείας και τους επαγγελματίες υγείας. «Ζούμε περισσότερο, αλλά όχι με καλύτερη υγεία», τόνισε.
Περίπου το 50% των απωλειών των ετών ζωής οφείλεται σε έκθεση σε εξωτερικούς βλαπτικούς παράγοντες για την υγεία, με κυριότερους εκπροσώπους το κάπνισμα και την παχυσαρκία. «Η αλματώδης αύξηση της παχυσαρκίας απειλεί να ανακόψει την πρόοδο από παρεμβάσεις στο κάπνισμα, στην υπέρταση και τη δυσλιπιδαιμία», τόνισε ο κ. Μπούμπας. Κύριες αιτίες θανάτου στη χώρα μας είναι η ισχαιμική καρδιοπάθεια, τα εγκεφαλικά επεισόδια και ο καρκίνος του πνεύμονα, νοσήματα που έχουν μεγάλο κόστος και υψηλή νοσηρότητα. Συνεπώς, η ενίσχυση της Δημόσιας Υγείας και της πρόληψης συνιστά προτεραιότητα για τη βιωσιμότητα του συστήματος υγείας, ενώ επιπλέον η γήρανση του πληθυσμού επιβάλλει μείζονες αλλαγές στις υπηρεσίες υγείας.
100.000 νοσηλείες το χρόνο λόγω παχυσαρκίας
Ο Κώστας Αθανασάκης, Αναπληρωτής Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας στο ΠαΔΑ και Visiting Fellow στο LSE, τόνισε ότι η παχυσαρκία αναδεικνύεται πλέον ως ένα από τα «νοσήματα του καιρού» και παρουσίασε νέα στοιχεία που αφορούν το άμεσο κόστος των σχετιζόμενων με την παχυσαρκία νοσηλειών για τον ΕΟΠΥΥ. Πρόκειται για καταστάσεις που μπορεί να έχουν αιτιολογική σχέση με την παχυσαρκία σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, ως επί το πλείστον καρδιαγγειακά νοσήματα και καρκίνος.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, τα οποία προέκυψαν από επεξεργασία δεδομένων από περίπου 2.400.000 εισαγωγές σε δημόσια και ιδιωτικά νοσοκομεία, η παχυσαρκία ευθύνεται για περίπου 100.000 νοσηλείες κάθε χρόνο στα νοσοκομεία, εκ των οποίων το 70% αντιστοιχεί σε εισαγωγές σε δημόσιες δομές. Το 22% του συνόλου αφορά σε καρδιαγγειακά νοσήματα και το 34% σε ογκολογικά.
Η συνολική δαπάνη του ΕΟΠΥΥ εκτιμάται σε 214,5 εκατ. ευρώ ετησίως, με το μεγαλύτερο μέρος της να αντιστοιχεί σε δημόσια νοσοκομεία, καθώς στα ιδιωτικά υπεισέρχεται η ιδιωτική πληρωμή (υπολογίζεται μόνο το τμήμα της δαπάνης που αποδίδει ο ΕΟΠΥΥ). Μεγάλο μέρος του κόστους κατευθύνεται στη διαχείριση εισαγωγών με πρώτη αιτία τα νεοπλάσματα (76 εκατ. ευρώ), ακολουθούν τα καρδιαγγειακά (49 εκατ. ευρώ) και τα μυοσκελετικά (38 εκατ. ευρώ). Η παχυσαρκία αντιστοιχεί στο 5,1% των δαπανών του ΕΟΠΥΥ για νοσοκομειακή νοσηλεία.