ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ

Το σύνδρομο Long- Covid και πώς επηρεάζει την ψυχική υγεία

Σύμφωνα με διεθνείς μελέτες, ένα σημαντικό ποσοστό των νοσούντων από κορωνοϊό πλήττεται από το σύνδρομο Long-COVID, γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται συχνά ως ο δεύτερος μεγαλύτερος κίνδυνος για τη δημόσια υγεία, μετά την οξεία λοίμωξη από τον ίδιο ιό.

Το σύνδρομο Long- Covid και πώς επηρεάζει την ψυχική υγεία

Μερικά από τα συμπτώματα που χτυπούν «καμπανάκι» είναι το αίσθημα κόπωσης, οι ταχυκαρδίες, η δύσπνοια, ο επίμονος βήχας, η απώλεια της γεύσης και η δυσκολία στον ύπνο. Πρόκειται με δύο λόγια για το σύνδρομο long covid, που απασχολεί ήδη και θα συνεχίσει να απασχολεί έντονα τα συστήματα υγείας ακόμη και μετά την ολοκλήρωση της οξείας φάσης της πανδημίας COVID-19.

Τι σημαίνει αυτό; Πως ενώ τα συμπτώματα του κορωνοϊού μπορεί να περάσουν (αργότερα ή γρηγορότερα), μερικοί ασθενείς εμφανίζουν επιπλέον μακροχρόνιες επιπτώσεις τις οποίες καλούνται να αντιμετωπίσουν και να διαχειριστούν, τόσο σε σωματικό όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο.

Βαθύ αίσθημα απώλειας ταυτότητας, δηλώνουν πως αισθάνονται οι ασθενείς

Πρόσφατα, σε επιστημονική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Quality of Life Research, ασθενείς με σύνδρομο Long – Covid κλήθηκαν να περιγράψουν πώς αισθάνονται και πώς έχει επηρεαστεί η ζωή τους.

Όλοι μίλησαν για γενικές δυσκολίες, αλλά και για αδυναμία να ανταποκριθούν σε κοινωνικές, επαγγελματικές και σωματικές υποχρεώσεις – γεγονός που αλλάζει δραματικά την καθημερινότητά τους. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία να αναφέρουμε όμως είναι ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι απάντησαν πως νιώθουν ένα βαθύ αίσθημα απώλειας της ταυτότητάς τους, καθώς πλέον αναγκάζονται να μεταβάλλουν όλες τις συνθήκες της ζωής τους. H παρατεταμένη νόσος Covid-19 μπορεί να επιφέρει συμπτώματα περιλαμβάνουν ξηρό βήχα, κόπωση, δύσπνοια, γνωστικές διαταραχές, σφίξιμο στο στήθος, ζάλη και αίσθημα παλμών της καρδιάς. Η συγκεκριμένη μελέτη αξιολόγησε 213 συμμετέχοντες, η πλειονότητα των οποίων διαχειριζόταν συμπτώματα μακράς COVID για περισσότερο από 10 μήνες.

Μεταξύ άλλων, οι συμμετέχοντες δήλωσαν πως αξιολογούν ως μειωμένη την ποιότητα ζωής τους, αλλά και τη λειτουργική τους ικανότητα. Χαρακτηριστικό είναι το ότι πολλοί δήλωσαν ότι ένιωθαν παγιδευμένοι σε ένα σώμα με αναπηρία.

Παράλληλα, καθώς το σύνδρομο Long-Covid επηρεάζει τη λειτουργική ικανότητα των ασθενών, οι συμμετέχοντες στην έρευνα ανέφεραν ότι βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με την προηγούμενη ζωή τους: Δεν μπορούσαν πλέον να φροντίζουν τις οικογένειες, τα σπίτια ή ακόμη και τον εαυτό τους λόγω των συμπτωμάτων τους και, μάλιστα, περιέγραψαν την αδυναμία τους να διαχειριστούν την καθημερινή τους ζωή ως οδυνηρή και ανατρεπτική. Οι περισσότεροι ανέφεραν ότι μείωσαν την εβδομάδα εργασίας τους ή δεν εργάζονταν για να διαχειριστούν τα συμπτώματά τους. Όσοι δεν μπορούσαν να εργαστούν είχαν ανησυχίες σχετικά με την απόλυση από την εργασία τους ή την απώλεια εισοδήματος. Οι συμμετέχοντες εξέφρασαν μια βαθιά αίσθηση απώλειας σε σχέση με τη συμπεριφορά σωματικής δραστηριότητας που είχαν πριν από τη μόλυνση. Ορισμένοι φοβήθηκαν ότι η ενασχόληση με περισσότερη σωματική δραστηριότητα θα επιδείνωνε τα συμπτώματά τους. Οι ερωτηθέντες εξέφρασαν την επιθυμία τους να ακουστούν και να βοηθηθούν και ανέφεραν ότι προσπαθούσαν να ανακουφίσουν τα συμπτώματα υπό την καθοδήγηση επαγγελματιών υγείας ή άλλων πηγών.

covid-maska.jpg

Πάντως, μία έρευνα ομάδας της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, με επικεφαλής την ερευνήτρια Siwen Wang, που ξεκίνησε στην καρδιά της πανδημίας, τον Απρίλιο του 2020, δείχνει πως η ψυχολογική κατάσταση του ατόμου διαδραματίζει σημαντικό ρόλο ως προς το σύνδρομο Long-Covid: Οι 3.193 συμμετέχοντες που διαγνώστηκαν με κορονοϊο μελετήθηκαν εκτενώς, ως προς τα συμπτώματα και τη διάρκεια της νοσηλείας τους. «Οι ψυχολογικοί παράγοντες συνδέονται πιο στενά με την ανάπτυξη Long Covid απ’ ό,τι οι παράγοντες της φυσικής υγείας, όπως η παχυσαρκία, το άσθμα και η υπέρταση», δήλωσε η επικεφαλής της έρευνας στο επιστημονικό περιοδικό Jama Psychiatry, όπου και δημοσιεύτηκαν τα αποτελέσματα της έρευνας, που έδειξαν πως ψυχικές διαταραχές όπως το άγχος, η θλίψη και η κατάθλιψη αυξάνουν την πιθανότητα για μακροχρόνια νόσηση κατά 32-46%.

Σε κάθε περίπτωση όμως, «τα αποτελέσματά δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι υποστηρίζουν πως τα post-covid συμπτώματα στους ασθενείς ήταν ψυχοσωματικά», όπως εξηγούν οι μελετητές, που τονίζουν επίσης ότι τα δεδομένα της ψυχικής υγείας των ασθενών μετρήθηκαν προτού συμβεί η μόλυνση – έχει σημασία λοιπόν σε τι ψυχική κατάσταση βρίσκεται ο ασθενής τη στιγμή που προσβάλλεται από τον κορωνοϊό.

Μπορεί τα παρατεταμένα συμπτώματα κορωνοϊού να μην είναι μία ιδιαιτέρως ευχάριστη περίοδος, ωστόσο δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι το συγκεκριμένο σύνδρομο ταλαιπωρεί ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού που ήδη έχει νοσήσει από Covid-19, έχοντας σημαντικές συνέπειες και στο «κομμάτι» της ψυχικής υγείας. Με δεδομένη τη σημαντικότητα της κατάστασης, λοιπόν, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι είναι εξαιρετικά επείγον, το άτομο που εμφανίζει συμπτώματα long-COVID να εξεταστεί, ούτως ώστε να έχει την καλύτερη δυνατή αντιμετώπιση και ανάρρωση, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά.