ΥΓΕΙΑ

Ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα: Πώς μπορεί να προληφθεί η τέταρτη αιτία θανάτου από καρκίνο

Σχεδόν όλοι οι καρκίνοι του ήπατος αναπτύσσονται μετά από δεκαετίες χρόνιας ηπατικής νόσου.

Ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα: Πώς μπορεί να προληφθεί η τέταρτη αιτία θανάτου από καρκίνο

Νέα ανακάλυψη ερευνητών του Πανεπιστημίου της Κολούμπια, μπορεί να οδηγήσει σε θεραπείες που θα μπορούσαν να «σπάσουν» αυτή τη σύνδεση.

Η νέα έρευνα δείχνει ότι κατά τη διάρκεια της χρόνιας ηπατικής νόσου, μια αλλαγή στην ισορροπία των αδρανών και ενεργοποιημένων αστεροειδών κυττάρων του ήπατος, όχι μόνο προάγει την ίνωση, αλλά θέτει επίσης τις βάσεις για τον πιο κοινό τύπο πρωτοπαθούς καρκίνου του ήπατος, που ονομάζεται ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα.

Τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι μπορεί να είναι δυνατό να αποτραπεί η ανάπτυξη καρκίνου του ήπατος -της τέταρτης κύριας αιτίας θανάτου από καρκίνο παγκοσμίως- παρεμβαίνοντας στην ενεργοποίηση των αστεροειδών κυττάρων.

Το ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα αναπτύσσεται σχεδόν αποκλειστικά σε ασθενείς με χρόνια ηπατική νόσο, συμπεριλαμβανομένων της κίρρωσης, της ηπατίτιδας και της μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος.

Αυτές οι ασθένειες συχνά προκαλούν εκτεταμένο και προοδευτικά αναπτυσσόμενο ουλώδη ιστό (κατάσταση γνωστή ως ίνωση) στο ήπαρ.

«Αν και η ίνωση σχεδόν πάντα προηγείται του καρκίνου, λίγα είναι γνωστά για την αιτιώδη σχέση μεταξύ των δύο και για το πώς θα μπορούσαμε να διακόψουμε αυτή τη διαδικασία», λέει ο επικεφαλής της μελέτης Robert F. Schwabe, καθηγητής ιατρικής και διευθυντής του Κέντρο Έρευνας Νοσημάτων στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια.

Ο Schwabe και οι συνεργάτες του εστίασαν στα αστεροειδή κύτταρα του ήπατος, που ονομάστηκαν έτσι λόγω των προεξοχών τους που τους δίνουν σχήμα αστεριού, επειδή εμπλέκονται σε μεγάλο βαθμό στην ίνωση του ήπατος.

Μετά την ανάπτυξη νέων γενετικών εργαλείων που επιτρέπουν στους ερευνητές να χειρίζονται και να αναλύουν αστεροειδή κύτταρα σε ποντίκια, ο Schwabe ανακάλυψε ότι ο πληθυσμός αυτών των κυττάρων αλλάζει καθώς αναπτύσσεται ο καρκίνος.

«Σε ένα υγιές ήπαρ, τα αστεροειδή κύτταρα είναι σε ηρεμία και εκφράζουν παράγοντες, όπως ο ηπατοκυτταρικός αυξητικός παράγοντας, που προστατεύουν το όργανο», λέει. Όταν όμως υπάρχει χρόνια ηπατική νόσος, ο αριθμός των προστατευτικών αστεροειδών κυττάρων σε ηρεμία μειώνεται, και ενεργοποιούνται αστεροειδή κύτταρα που εκφράζουν παράγοντες που ευνοούν τον σχηματισμό όγκων, ιδιαίτερα κολλαγόνου, του δομικού στοιχείου του ουλώδους ιστού. Αυτή η δυναμική μετάβαση από τα προστατευτικά κύτταρα σε κύτταρα που προάγουν τους όγκους, θέτει το στάδιο για τον καρκίνο του ήπατος».

Η ίδια ανισορροπία στα αστεροειδή κύτταρα και η συσχέτισή της με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου, παρατηρήθηκε σε ασθενείς με καρκίνο του ήπατος, υποδηλώνοντας ότι η ίδια διαδικασία συμβαίνει και στους ανθρώπους.

Τα ηπατοκυτταρικά καρκινώματα συνήθως ανιχνεύονται πολύ αργά για να θεραπευτούν και οι περισσότεροι ασθενείς πεθαίνουν μέσα σε δύο χρόνια από τη διάγνωση παρά τις νέες, πιο αποτελεσματικές θεραπείες όπως ο συνδυασμός ατεζολιζουμάμπης και μπεβασιζουμάμπης.

Η συχνότητα του ηπατοκυτταρικού καρκινώματος έχει τριπλασιαστεί τα τελευταία 30 χρόνια και αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω λόγω της αύξησης των ποσοστών μη αλκοολικής λιπώδους νόσου του ήπατος που οφείλεται στην αυξανόμενη παχυσαρκία.

Η ανακάλυψη αυξάνει την προοπτική πρόληψης του καρκίνου του ήπατος με την αποκατάσταση της φυσιολογικής ισορροπίας των αστεροειδών κυττάρων.

«Δεν νομίζω ότι θα μπορέσουμε να θεραπεύσουμε τον καρκίνο αποκαθιστώντας την ισορροπία των αστεροειδών κυττάρων», λέει ο Schwabe. «Τα ενεργοποιημένα αστεροειδή κύτταρα δημιουργούν ένα περιβάλλον ευνοϊκό για την ανάπτυξη καρκίνου, αλλά δεν φαίνεται να παίζουν ρόλο στην εξέλιξη του καρκίνου από τη στιγμή που έχει αναπτυχθεί ο όγκος. Η αποκατάσταση, ωστόσο, της ισορροπίας των κυττάρων ή των σχετικών μεσολαβητών σε άτομα με χρόνια ηπατική νόσο, μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο ανάπτυξης όγκων σε αρχικό στάδιο. Αυτό θα είχε τεράστιο όφελος για πολλά εκατομμύρια άτομα με χρόνια ηπατική νόσο, που είναι πολύ πιθανό να αναπτύξουν καρκίνο του ήπατος».

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στη διαδικτυακή έκδοση της επιστημονικής επιθεώρησης Nature.