ΥΓΕΙΑ

Αδράνεια ύπνου: Τι είναι και πώς συνδέεται με την ποιότητα ύπνου, τη διατροφή & την άσκηση

Η μειωμένη εγρήγορση αμέσως μετά το πρωινό ξύπνημα και κατά τη διάρκεια της ημέρας, μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη γνωστική και κινητική απόδοση και να αυξήσει τους κινδύνους για την ασφάλειά μας.

Αδράνεια ύπνου: Τι είναι και πώς συνδέεται με την ποιότητα ύπνου, τη διατροφή & την άσκηση

Πρόσφατη μελέτη διαπίστωσε ότι κάποιοι τροποποιήσιμοι παράγοντες του τρόπου ζωής, όπως η ποιότητα και η διάρκεια του ύπνου, μπορεί να έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στα επίπεδα πρωινής εγρήγορσης από τους γενετικούς παράγοντες.

Τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι οι παρεμβάσεις σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο με στόχο αυτούς τους μη γενετικούς παράγοντες, θα μπορούσαν να συμβάλουν στην άμβλυνση των επιπτώσεων που σχετίζονται με τη μειωμένη εγρήγορση.

Μειωμένη εγρήγορση και παράγοντες κινδύνου

Αν και πρόκειται για κοινό φαινόμενο, τα χαμηλά επίπεδα εγρήγορσης το πρωί ή αδράνεια ύπνου (sleep inertia), μπορεί να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην παραγωγικότητα και την ασφάλεια των ατόμων.

Η αδράνεια ύπνου μπορεί να επηρεάσει την ασφάλεια των εργαζομένων σε επικίνδυνα επαγγέλματα ή να επηρεάσει τη λήψη αποφάσεων από το προσωπικό υπηρεσιών έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων στον τομέα της υγείας και των πυροσβεστών, γεγονός που μπορεί να έχει επιπτώσεις στην ασφάλεια του κοινωνικού συνόλου.

Κατά τον ίδιο τρόπο, η μειωμένη εγρήγορση κατά τη διάρκεια της ημέρας λόγω ανεπαρκούς ύπνου, σχετίζεται με χαμηλότερη παραγωγικότητα και αυξημένο κίνδυνο τροχαίων ατυχημάτων.

Λίγα είναι ωστόσο τα επιστημονικά τεκμηριωμένα στοιχεία για τους παράγοντες που επηρεάζουν τα επίπεδα εγρήγορσης μετά το ξύπνημα.

Στην παρούσα μελέτη, οι ερευνητές αξιολόγησαν τους παράγοντες που σχετίζονται με την καθημερινή διακύμανση της πρωινής εγρήγορσης στο ίδιο άτομο.

Εξέτασαν επίσης τον ρόλο των γενετικών έναντι των μη γενετικών παραγόντων που επηρεάζουν τις διαφορές στα μέσα επίπεδα πρωινής εγρήγορσης μεταξύ των ατόμων.

Διάρκεια ύπνου και σωματική δραστηριότητα

Οι ερευνητές εξέτασαν αρχικά την επίδραση τεσσάρων προκαθορισμένων παραγόντων στην καθημερινή διακύμανση της εγρήγορσης που παρατηρείται στο ίδιο άτομο.

Αξιολόγησαν τον αντίκτυπο του προφίλ ύπνου της προηγούμενης νύχτας, της σωματικής δραστηριότητας την προηγούμενη ημέρα, του περιεχομένου του πρωινού και των επιπέδων σακχάρου στο αίμα μετά το πρωινό, στην πρωινή εγρήγορση.

Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα που συλλέχθηκαν σε περίοδο 2 εβδομάδων για 833 άτομα ηλικίας 18-65 ετών. Οι συμμετέχοντες έπρεπε να φορούν επιταχυνσιόμετρο χειρός καθ' όλη τη διάρκεια της μελέτης για να διευκολυνθεί η συλλογή δεδομένων σχετικά με το προφίλ ύπνου τους και τα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας.

Για την αξιολόγηση των επιπέδων πρωινής εγρήγορσης, οι συμμετέχοντες κατέγραψαν τα επίπεδα εγρήγορσής τους σε μια εφαρμογή σε κλίμακα από το 0 έως το 100. Ανέφεραν την πρώτη τους βαθμολογία εγρήγορσης στην αρχή του πρωινού και στη συνέχεια κατά διαστήματα τις επόμενες 3 ώρες.

Με βάση το αρχικό προφίλ ύπνου κάθε συμμετέχοντα, οι ερευνητές βρήκαν μια σχέση μεταξύ της διάρκειας του ύπνου και του χρόνου ύπνου με τα επίπεδα πρωινής εγρήγορσης.

Συγκεκριμένα, όταν κάποιος κοιμόταν περισσότερο από το συνηθισμένο ή ξυπνούσε αργότερα από τη συνηθισμένη του ώρα, ήταν πιο πιθανό να έχει υψηλότερα επίπεδα εγρήγορσης το επόμενο πρωί.

Τα υψηλότερα επίπεδα σωματικής δραστηριότητας κατά τη διάρκεια της προηγούμενης ημέρας συσχετίστηκαν επίσης με αυξημένη πρωινή εγρήγορση.

Μόνο τα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας κατά τις 10 πιο δραστήριες ώρες της προηγούμενης ημέρας συσχετίστηκαν θετικά με τα επίπεδα πρωινής εγρήγορσης. Αντίθετα, η σωματική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της νύχτας συσχετίστηκε με χαμηλότερη πρωινή εγρήγορση.

Ο ρόλος της διατροφής

Στη συνέχεια οι ερευνητές εξέτασαν την επίδραση της σύνθεσης μακροθρεπτικών συστατικών του πρωινού στην πρωινή εγρήγορση. Οι συμμετέχοντες έτρωγαν διαφορετικά πρωινά, κάποιες μέρες με υψηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες, άλλοτε με πολλές πρωτεΐνες και άλλοτε με φυτικές ίνες, σε διαφορετικές ημέρες.

Οι ερευνητές συνέκριναν τα επίπεδα εγρήγορσης των συμμετεχόντων μετά την κατανάλωση καθενός από αυτά τα γεύματα, με αυτά μετά από ένα γεύμα αναφοράς που περιείχε μέτρια επίπεδα υδατανθράκων και πρωτεϊνών.

Μεταξύ των διαφορετικών τυποποιημένων γευμάτων, η κατανάλωση ενός πρωινού πλούσιου σε υδατάνθρακες συνδέθηκε με υψηλότερα επίπεδα πρωινής εγρήγορσης από το γεύμα αναφοράς.

Αντίθετα, το πλούσιο σε πρωτεΐνες πρωινό, συνδέθηκε με χαμηλότερα επίπεδα εγρήγορσης από το γεύμα αναφοράς.

Οι ερευνητές εξέτασαν επίσης πώς οι αλλαγές στα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα (σάκχαρο) μετά την κατανάλωση πρωινού επηρέασαν τα επίπεδα πρωινής εγρήγορσης.

Ανεξάρτητα από τη σύνθεση του πρωινού, ένα χαμηλότερο γλυκαιμικό φορτίο στο αίμα μετά το πρωινό, συσχετίστηκε με μεγαλύτερη πρωινή εγρήγορση.

Οι παραπάνω τέσσερις παράγοντες, επηρέασαν τα επίπεδα πρωινής εγρήγορσης ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο.

Ενώ αυτοί οι παράγοντες εξηγούν τις διαφορές στην πρωινή εγρήγορση στο ίδιο άτομο, οι συγγραφείς ενδιαφέρθηκαν επίσης για παράγοντες που θα μπορούσαν να εξηγήσουν γιατί ορισμένοι συμμετέχοντες είχαν υψηλότερα μέσα επίπεδα εγρήγορσης από άλλους.

Θέλησαν δηλαδή να διερευνήσουν γενετικούς παράγοντες ή/και παράγοντες του τρόπου ζωής που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα χαρακτηριστικά ή τα μέσα επίπεδα εγρήγορσης ενός ατόμου κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η θετική διάθεση, η μεγαλύτερη ηλικία, η χαμηλότερη συχνότητα φαγητού κατά τη διάρκεια της ημέρας και η καλύτερη ποιότητα ύπνου ήταν προγνωστικοί παράγοντες για τα μέσα ημερήσια επίπεδα εγρήγορσης ενός ατόμου.

Η παρούσα μελέτη περιελάμβανε τόσο δίδυμα όσο και γενετικά άσχετους μεταξύ τους ενήλικες. Αυτό τους επέτρεψε να εξετάσουν τον βαθμό στον οποίο οι γενετικοί παράγοντες θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα καθημερινά επίπεδα εγρήγορσης στα δίδυμα.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι γενετικοί παράγοντες είχαν μικρό αντίκτυπο στα επίπεδα εγρήγορσης ενός ατόμου, υποδηλώνοντας μια πιο σημαντική επίδραση παραγόντων του τρόπου ζωής που υπόκεινται σε τροποποίηση.

Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό έντυπο Nature Communications.