ΥΓΕΙΑ

Ποια διατροφή πρέπει να ακολουθούν όσοι αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο άνοιας

Η επίδραση της σύστασης της διατροφής στη γνωστική υγεία έχει μελετηθεί ευρέως.

Ποια διατροφή πρέπει να ακολουθούν όσοι αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο άνοιας

Σε ένα τυπικό διαιτολόγιο, οι πρωτεΐνες παρέχουν το 10-20% της συνολικής ενεργειακής πρόσληψης, ενώ οι υδατάνθρακες και τα λίπη περίπου το 80%.

Οι φυτικές ίνες, οι οποίες δεν απορροφώνται στην κυκλοφορία του αίματος μέσω του εντερικού τοιχώματος, μπορούν να μετατραπούν σε λιπαρά οξέα βραχείας αλυσίδας από μικρόβια του εντέρου. Αυτές οι ίνες παρέχουν μόνο το 2% της συνολικής ενεργειακής πρόσληψης.

Οι υδατάνθρακες, οι πρωτεΐνες, τα λίπη και οι φυτικές ίνες αποτελούν τις κύριες πηγές ενέργειας του ανθρώπου. Αυτές οι πηγές ενέργειας χωρίζονται σε διάφορες υποκατηγορίες, συμπεριλαμβανομένων των λιπαρών οξέων βραχείας αλυσίδας, των μονοακόρεστων λιπαρών οξέων, των πολυακόρεστων λιπαρών οξέων, των σακχάρων, του αμύλου και των ειδικών αμινοξέων.

Παρά την τεκμηριωμένη σχέση της διατροφής και της γνωστικής υγείας, τα στοιχεία για την επίδραση κάθε μακροθρεπτικού συστατικού στον εγκέφαλο είναι περιορισμένα.

Οι ηλικιωμένοι που αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο άνοιας, πρέπει να ακολουθούν διατροφή με χαμηλούς υδατάνθρακες και λιπαρά, σύμφωνα με τα ευρήματα νέας μελέτης.

Οι επιστήμονες διερεύνησαν εάν η κατανάλωση υδατανθράκων και λιπαρών μπορεί να επηρεάσει την γνωστική λειτουργία των ηλικιωμένων με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης άνοιας.

Η μελέτη FINGER (Finnish Geriatric Intervention Study to Prevent Cognitive Impairment and Disability) είναι μια συνεχιζόμενη πολυκεντρική τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή που περιλαμβάνει ενήλικες χωρίς σημαντική νοητική έκπτωση.

Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα που ελήφθησαν από τους συμμετέχοντες με αυξημένο κίνδυνο άνοιας.

Οι συμμετέχοντες ανέφεραν τι τρώνε και υποβλήθηκαν σε νευροψυχολογικά τεστ για τη μνήμη, την εκτελεστική λειτουργία και την ταχύτητα επεξεργασίας των πληροφοριών.

Η αναλογία υδατανθράκων / λιπαρών χρησιμοποιήθηκε ως η κύρια μεταβλητή πρόβλεψης και συγκρίθηκε με την πρόσληψη υδατανθράκων και λιπαρών ξεχωριστά.

Οι δευτερεύουσες μεταβλητές πρόβλεψης ήταν οι πρωτεΐνες και η αναλογία κορεσμένων λιπαρών / ολικών λιπαρών.

Στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν συνολικά 1.251 άνθρωποι για τους οποίους ήταν διαθέσιμα βασικά δεδομένα σχετικά με τη διατροφή και τη γνωστική λειτουργία.

Η ανάλυση της μελέτης αποκάλυψε μια σημαντική συσχέτιση μεταξύ της γνωστικής απόδοσης, της κατανάλωσης υδατανθράκων και λίπους και της αναλογίας υδατανθράκων/λίπους σε ηλικιωμένους με αυξημένο κίνδυνο άνοιας.

Ενώ η πρόσληψη υδατανθράκων και η αναλογία υδατανθράκων/λίπους συσχετίστηκαν αρνητικά με την άνοια, παρατηρήθηκε θετική συσχέτιση με την πρόσληψη λιπαρών.

Αυτές οι συσχετίσεις ήταν πιο έντονες για τη μνήμη, υπογραμμίζοντας την επίδραση της σύνθεσης των μακροθρεπτικών συστατικών στη νόσο Αλτσχάιμερ.

Η συσχέτιση μεταξύ της αναλογίας υδατανθράκων/λιπαρών και της νοητικής κατάστασης, παρέμεινε σταθερή όταν λήφθηκαν υπόψιν άλλες μεταβλητές, συμπεριλαμβανομένης της πρόσληψης φυτικών ινών και των αναλογιών των διαφόρων λιπαρών.

Δεν παρατηρήθηκε σημαντική συσχέτιση μεταξύ της πρόσληψης πρωτεϊνών και της νοητικής κατάστασης. Η αναλογία κορεσμένου λίπους/ολικού λίπους έδειξε μη γραμμική συσχέτιση.

Η μελέτη διαπιστώνει μια αντίστροφη σχέση μεταξύ της διατροφικής αναλογίας υδατανθράκων/λιπών και της παγκόσμιας γνωστικής ικανότητας σε ηλικιωμένους ενήλικες που κινδυνεύουν να αναπτύξουν άνοια.

Όπως αναφέρουν οι επιστήμονες, απαιτούνται τυχαιοποιημένες δοκιμές ελέγχου υψηλής ποιότητας για να διερευνηθεί εάν η μείωση της περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες ή η αύξηση της περιεκτικότητας σε λίπος στη διατροφή μπορεί να βελτιώσει τη γνωστική απόδοση.

Το κύριο πλεονέκτημα της μελέτης είναι η συμπερίληψη της αναλογίας μακροθρεπτικών συστατικών, η οποία είναι πιο αποτελεσματική μέτρηση από τις μεμονωμένες εκτιμήσεις μακροθρεπτικών συστατικών για τον καθορισμό της συνολικής επίδρασης της διατροφής στο μεταβολισμό και την υγεία.

Ένα άλλο πλεονέκτημα της μελέτης είναι η αυστηρή και εκτεταμένη συλλογή δεδομένων και οι επαναλαμβανόμενες μετρήσεις των μεταβλητών της μελέτης.

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Current Developments in Nutrition.