ΥΓΕΙΑ

Ενδομήτρια έκθεση στον Covid & αναπνευστική δυσχέρεια στα παιδιά

Σινάνη Αικατερίνη

Νέα έρευνα του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας διαπιστώνει ότι τα βρέφη που γεννήθηκαν τελειόμηνα από μητέρες που είχαν μολυνθεί με COVID-19 κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, είχαν τριπλάσιο κίνδυνο να εμφανίσουν αναπνευστική δυσχέρεια σε σύγκριση με τα μη εκτεθειμένα βρέφη, παρόλο που τα ίδια δεν είχαν μολυνθεί με τον ιό.

Ενδομήτρια έκθεση στον Covid & αναπνευστική δυσχέρεια στα παιδιά

Ο κίνδυνος ήταν σημαντικά χαμηλότερος για τις μητέρες που μολύνθηκαν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αν είχαν προηγουμένως εμβολιαστεί.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η ενδομήτρια έκθεση στον SARS-CoV-2 πυροδότησε έναν καταρράκτη κυτοκινών (σύνδρομο συστηματικής φλεγμονώδους απόκρισης) στα βρέφη, αυξάνοντας τον κίνδυνο μιας αναπνευστικής διαταραχής που πλήττει συχνότερα τα πρόωρα μωρά.

«Βρήκαμε ασυνήθιστα υψηλά ποσοστά αναπνευστικής δυσχέρειας λίγο μετά τη γέννηση στα τελειόμηνα μωρά που γεννήθηκαν από μητέρες που είχαν COVID-19 κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης», δήλωσε η επικεφαλής συγγραφέας Δρ. Karin Nielsen, καθηγήτρια παιδιατρικής στο τμήμα παιδιατρικών λοιμωδών νοσημάτων στην Ιατρική Σχολή David Geffen του Πανεπιστημίου.

«Οι μητέρες δεν είχαν εμβολιαστεί πριν μολυνθούν με COVID, γεγονός που υποδηλώνει ότι ο εμβολιασμός προστατεύει από αυτή την επιπλοκή».

Για να ανιχνεύσουν πώς αναπτύσσεται η αναπνευστική δυσχέρεια μετά την ενδομήτρια έκθεση στον SARS-Cov-2, οι ερευνητές διεξήγαγαν μελέτη που εξετάζει τη δομή και τις λειτουργίες των πρωτεϊνών και πώς αυτές επηρεάζουν τα κύτταρα.

Διαπίστωσαν ότι οι δομές που μοιάζουν με μαστίγια και ονομάζονται κινητικές βλεφαρίδες, οι οποίες βοηθούν στην απομάκρυνση της βλέννας από την αναπνευστική οδό, δεν λειτουργούσαν κανονικά στα εκτεθειμένα στον ιό βρέφη που έπασχαν από αναπνευστική δυσχέρεια. Επιπλέον, τα βρέφη είχαν υψηλότερη παραγωγή αντισωμάτων που ονομάζονται ανοσοσφαιρίνη Ε (IgE).

Από τις 221 μητέρες που συμμετείχαν στη μελέτη, 151 (68%) ήταν ανεμβολίαστες πριν από τη μόλυνση, με τις 23 από αυτές να έχουν σοβαρή ή κρίσιμη COVID-19 (16%), σε σύγκριση με μόνο τρεις (4%) εμβολιασμένες μητέρες.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι 34 (17%) από τα 199 εκτεθειμένα στον ιό βρέφη που παρακολουθήθηκαν στη μελέτη παρουσίασαν αναπνευστική δυσχέρεια, γεγονός που αποτελεί πολύ υψηλή συχνότητα, καθώς στο γενικό, μη εκτεθειμένο στον ιό πληθυσμό, η αναπνευστική δυσχέρεια συμβαίνει μόνο στο 5% έως 6% των βρεφών.

Από τα μωρά με αναπνευστική δυσχέρεια, το 21% γεννήθηκαν από μητέρες με σοβαρή ή πολύ σοβαρή COVID-19, ενώ μόνο το 6% των μωρών χωρίς αναπνευστική δυσχέρεια γεννήθηκαν από γυναίκες με σοβαρή νόσο, εύρημα που ήταν στατιστικά σημαντικό.

Από τα 34 βρέφη με αναπνευστική δυσχέρεια, μόνο πέντε (16%) γεννήθηκαν από μητέρες που είχαν εμβολιαστεί πριν από τη μόλυνση, σε σύγκριση με 63 (41%) χωρίς την αναπνευστική διαταραχή, γεγονός που υποδεικνύει ότι ο εμβολιασμός είχε προστατευτική επίδραση. Σύμφωνα με τους ερευνητές, ακόμη και μία δόση εμβολίου mRNA πριν από τη μόλυνση, μείωσε σημαντικά τις πιθανότητες ένα τελειόμηνο βρέφος να αναπτύξει αναπνευστική δυσχέρεια.

«Τα ευρήματά μας δείχνουν όχι μόνο υψηλότερα ποσοστά αναπνευστικής δυσχέρειας σε βρέφη εκτεθειμένα αλλά μη μολυσμένα με SARS-CoV-2, σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό, αλλά παρατηρήσαμε περισσότερες περιπτώσεις αναπνευστικής δυσχέρειας σε μεταγενέστερες ηλικίες κύησης από ό,τι αναμενόταν, όταν τα νεογνά θα έπρεπε κατά πάσα πιθανότητα να έχουν πιο ώριμη ανατομία πνευμόνων».

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Nature Communications.