Κερί στο αυτί: Τι μπορεί να αποκαλύψει για την υγεία μας
Από την νόσο Αλτσχάιμερ έως τον καρκίνο, το κερί του αυτιού μπορεί να περιέχει πολύτιμους δείκτες για την υγεία ενός ατόμου.

Οι επιστήμονες αναλύουν τη χημική του σύνθεση με την ελπίδα να βρουν νέους τρόπους διάγνωσης ασθενειών.
Το κερί των αυτιών, γνωστό και ως κυψελίδα, προσελκύει όλο και περισσότερο την προσοχή των επιστημόνων, οι οποίοι θέλουν να το χρησιμοποιήσουν για να μάθουν περισσότερα για ασθένειες όπως ο καρκίνος, οι καρδιακές παθήσεις και οι μεταβολικές διαταραχές, όπως ο διαβήτης τύπου 2.
Είναι ένα μείγμα εκκρίσεων από δύο τύπους αδένων: τους κυψελιδοποιούς και τους σμηγματογόνους. Η ουσία που προκύπτει αναμιγνύεται με τρίχες, νεκρά κύτταρα του δέρματος και άλλα υπολείμματα του σώματος μέχρι να αποκτήσει τη κηρώδη σύσταση που όλοι γνωρίζουμε.
Μόλις σχηματιστεί στον ακουστικό πόρο, η ουσία μεταφέρεται από ένα μηχανισμό σαν ταινία μεταφοράς, όπου προσκολλάται στα κύτταρα του δέρματος και μετακινείται από το εσωτερικό του αυτιού προς τα έξω.
Ο πρωταρχικός σκοπός του κεριού του αυτιού είναι αμφιλεγόμενος, αλλά η πιο πιθανή λειτουργία του είναι να διατηρεί τον ακουστικό πόρο καθαρό και λιπαρό. Χρησιμεύει ωστόσο και ως αποτελεσματική παγίδα, εμποδίζοντας τα βακτήρια, τους μύκητες και άλλους ανεπιθύμητους επισκέπτες, όπως τα έντομα, να εισέλθουν στο κεφάλι μας.
Από όλες τις σωματικές εκκρίσεις, το κερί του αυτιού είναι αυτό παραμεληθεί περισσότερο από τους ερευνητές.
Αυτό έχει αρχίσει να αλλάζει λόγω μιας σειράς από εκπληκτικές επιστημονικές ανακαλύψεις. Η πρώτη είναι ότι το κερί του αυτιού ενός ατόμου, μπορεί στην πραγματικότητα να μεταφέρει μια εκπληκτική ποσότητα σημαντικών και ασήμαντων πληροφοριών για αυτόν.
Για παράδειγμα, η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων ευρωπαϊκής ή αφρικανικής καταγωγής έχει υγρό κερί αυτιών, το οποίο είναι κίτρινου ή πορτοκαλί χρώματος και κολλώδες. Το 95% των ανθρώπων που ζουν στην Ανατολική Ασία, έχει ξηρό κερί αυτιών, το οποίο είναι γκρι και μη κολλώδες. Το γονίδιο που είναι υπεύθυνο για την παραγωγή υγρού ή ξηρού κεριού αυτιών ονομάζεται ABCC11, το οποίο είναι επίσης υπεύθυνο και για το αν ένα άτομο έχει δυσοσμία στις μασχάλες. Περίπου το 2% των ανθρώπων –ως επί το πλείστον εκείνοι που έχουν ξηρή κυψελίδα- φέρουν ένα τύπο αυτού του γονιδίου, που σημαίνει ότι οι μασχάλες τους δεν μυρίζουν.
Οι πιο χρήσιμες ανακαλύψεις ωστόσο σχετικά με το κερί, έχουν να κάνουν με το τι μπορεί να αποκαλύψει για την υγεία μας η κολλώδης ουσία στα αυτιά μας.

Σημαντικές ενδείξεις
Το 1971, ο Nicholas L Petrakis, καθηγητής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, στο Σαν Φρανσίσκο, ανακάλυψε ότι οι Καυκάσιες, οι Αφροαμερικανές και οι Γερμανίδες που ζούσαν στις ΗΠΑ, οι οποίες είχαν όλες «υγρό κερί στα αυτιά», είχαν περίπου τετραπλάσιες πιθανότητες να πεθάνουν από καρκίνο του μαστού σε σύγκριση με τις γυναίκες από την Ιαπωνία και την Ταϊβάν που είχαν «ξηρό» κερί στα αυτιά.
Πιο πρόσφατα, το 2010, ερευνητές στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Τόκιο, έλαβαν δείγματα αίματος από 270 γυναίκες ασθενείς με καρκίνο του μαστού και 273 εθελόντριες που αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου. Διαπίστωσαν ότι οι Γιαπωνέζες με καρκίνο του μαστού είχαν έως και 77% περισσότερες πιθανότητες να έχουν το γονίδιο που κωδικοποιεί το υγρό κερί στα αυτιά σε σύγκριση με τις υγιείς εθελόντριες.
Έχει βρεθεί επίσης σχέση μεταξύ ορισμένων συστηματικών ασθενειών και των ουσιών που βρίσκονται στο κερί αυτιών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η νόσος με οσμή ούρων σαν σιρόπι σφενδάμου (MSUD), μια σπάνια κληρονομική διαταραχή του μεταβολισμού που χαρακτηρίζεται από την αδυναμία του σώματος να διασπάσει ορισμένα αμινοξέα που βρίσκονται στα τρόφιμα. Αυτό οδηγεί σε συσσώρευση πτητικών ενώσεων στο αίμα και στα ούρα, δίνοντας στα ούρα τη χαρακτηριστική οσμή του σιροπιού σφενδάμου.
Το μόριο που ευθύνεται για την γλυκιά μυρωδιά των ούρων είναι η σοτολόνη, η οποία βρίσκεται στο κερί του αυτιού των ατόμων με αυτή την πάθηση. Αυτό σημαίνει ότι η πάθηση θα μπορούσε να διαγνωστεί με ένα απλό σκούπισμα των αυτιών, μια διαδικασία πολύ πιο απλή και φθηνή από τη γενετική εξέταση.
«Το κερί στα αυτιά μυρίζει κυριολεκτικά σαν σιρόπι σφενδάμου, οπότε μέσα σε 12 ώρες από τη γέννηση του μωρού, όταν μυρίζουμε αυτή την χαρακτηριστική και υπέροχη μυρωδιά, καταλαβαίνουμε ότι έχει αυτή την εκ γενετής μεταβολική διαταραχή», λέει η Rabi Ann Musah, χημικός περιβάλλοντος στο Πανεπιστήμιο της Λουιζιάνα.
Η Covid-19 μπορεί επίσης να ανιχνευθεί στο κερί του αυτιού, καθώς και το αν κάποιος έχει διαβήτη τύπου 1 ή τύπου 2.
Μελέτες έχουν δείξει ότι μπορεί να διαπιστωθεί αν κάποιος έχει κάποια μορφή καρδιακής νόσου από το κερί του αυτιού του, αν και είναι ακόμα πιο εύκολο η πάθηση να διαγνωστεί από τις εξετάσεις αίματος.
Υπάρχει επίσης η νόσος του Ménière, μια πάθηση του εσωτερικού αυτιού που προκαλεί ίλιγγο και απώλεια ακοής. «Τα συμπτώματα μπορεί να είναι πολύ εξουθενωτικά», λέει η Musah. «Περιλαμβάνουν σοβαρή ναυτία και ίλιγγο. Γίνεται αδύνατο να οδηγήσει κανείς. Τελικά, ο ασθενής υποφέρει από πλήρη απώλεια ακοής στο αυτί που έχει προσβληθεί».
Η Musah ηγήθηκε πρόσφατα μιας ομάδας ερευνητών που ανακάλυψαν ότι το κερί των αυτιών των ασθενών με νόσο του Ménière, έχει χαμηλότερα επίπεδα τριών λιπαρών οξέων σε σύγκριση με αυτό των υγιών ατόμων. Είναι η πρώτη φορά που κάποιος ανακάλυψε έναν βιοδείκτη για την πάθηση, η οποία συνήθως διαγιγνώσκεται αποκλείοντας όλα τα άλλα – μια διαδικασία που μπορεί να διαρκέσει χρόνια. Η ανακάλυψη αυτή αυξάνει την ελπίδα ότι οι γιατροί θα μπορούν να χρησιμοποιούν το κερί των αυτιών για να διαγιγνώσκουν πιο γρήγορα την πάθηση στο μέλλον.
«Το ενδιαφέρον μας για το κερί του αυτιού ως δείκτη ασθένειας, εστιάζει σε παθήσεις που είναι πολύ δύσκολο να διαγνωσθούν χρησιμοποιώντας τυπικά βιολογικά υγρά όπως το αίμα, τα ούρα ή το εγκεφαλονωτιαίο υγρό, και οι οποίες απαιτούν πολύ χρόνο για να διαγνωσθούν επειδή είναι σπάνιες», λέει η Musah.
Τι είναι όμως αυτό που κάνει το κερί του αυτιού έναν τέτοιο θησαυρό πληροφοριών για την υγεία; Το κλειδί, όπως αποδεικνύεται, είναι η ικανότητα των κηρωδών εκκρίσεων να αντανακλούν τις εσωτερικές χημικές αντιδράσεις που λαμβάνουν χώρα μέσα στο σώμα – τον μεταβολισμό ενός ατόμου.
«Πολλές ασθένειες στους ζωντανούς οργανισμούς είναι μεταβολικές», λέει ο Nelson Roberto Antoniosi Filho, καθηγητής χημείας στο Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο του Goiás στη Βραζιλία, ο οποίος αναφέρει ως παραδείγματα τον διαβήτη, τον καρκίνο, τη νόσο του Πάρκινσον και τη νόσο του Αλτσχάιμερ. «Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα μιτοχόνδρια – τα κυτταρικά οργανίδια που είναι υπεύθυνα για τη μετατροπή των λιπιδίων, των υδατανθράκων και των πρωτεϊνών σε ενέργεια – αρχίζουν να λειτουργούν διαφορετικά από αυτά των υγιών κυττάρων. Αρχίζουν να παράγουν διαφορετικές χημικές ουσίες και μπορεί ακόμη και να σταματήσουν να παράγουν άλλες».
Ο Antoniosi Filho ανακάλυψε ότι το κερί του αυτιού συγκεντρώνει αυτή τη μεγάλη ποικιλία ουσιών περισσότερο από άλλα βιολογικά υγρά όπως το αίμα, τα ούρα, ο ιδρώτας και τα δάκρυα.
«Αυτό είναι πολύ λογικό, επειδή το κερί του αυτιού δεν ανανεώνεται συχνά», λέει ο Bruce Kimball, χημικός οικολόγος στο Monell Chemical Senses Centre, ένα ερευνητικό ινστιτούτο με έδρα τη Φιλαδέλφεια. «Συσσωρεύεται, οπότε υπάρχει σίγουρα ένας λόγος να πιστεύουμε ότι μπορεί να είναι ένα καλό μέσο για να καταγράψουμε μακροπρόθεσμες αλλαγές στο μεταβολισμό».

Δύσκολες διαγνώσεις
Ο Antoniosi Filho και οι συνεργάτες του αναπτύσσουν το «cerumenogram», ένα διαγνωστικό εργαλείο που, όπως ισχυρίζονται, μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια αν ένα άτομο έχει ορισμένες μορφές καρκίνου με βάση το κερί του αυτιού του.
Μελέτη του 2019 συνέλεξε δείγματα κεριού από τα αυτιά 52 ασθενών με καρκίνο που είχαν διαγνωστεί με λέμφωμα, καρκίνωμα ή λευχαιμία. Οι ερευνητές συνέλεξαν επίσης κερί από τα αυτιά 50 υγιών ατόμων. Στη συνέχεια, ανέλυσαν τα δείγματα χρησιμοποιώντας μια μέθοδο που μπορεί να ανιχνεύσει με ακρίβεια την παρουσία πτητικών οργανικών ενώσεων (VOC) – χημικών ουσιών που εξατμίζονται εύκολα.
Οι ερευνητές εντόπισαν 27 ενώσεις στο κερί του αυτιού που χρησίμευαν ως ένα είδος «δακτυλικού αποτυπώματος» για τη διάγνωση του καρκίνου. Με άλλα λόγια, οι ερευνητές μπορούσαν να προβλέψουν με 100% ακρίβεια εάν κάποιος είχε καρκίνο (είτε λέμφωμα, καρκίνωμα ή λευχαιμία) με βάση τις συγκεντρώσεις αυτών των 27 μορίων. Είναι ενδιαφέρον ότι η εξέταση δεν μπόρεσε να διακρίνει μεταξύ διαφορετικών τύπων καρκίνου, γεγονός που υποδηλώνει ότι τα μόρια παράγονται είτε από καρκινικά κύτταρα όλων αυτών των τύπων καρκίνου είτε ως αντίδραση σε αυτά.
«Από μεταβολική άποψη, ο καρκίνος είναι μια ενιαία βιοχημική διαδικασία, η οποία μπορεί να ανιχνευθεί σε οποιοδήποτε στάδιο μέσω της αξιολόγησης συγκεκριμένων VOC», λέει ο Antoniosi Filho.
«Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι περισσότεροι καρκίνοι που διαγιγνώσκονται στο στάδιο 1 έχουν ποσοστό ίασης έως και 90%, είναι πιθανό η επιτυχία της θεραπείας να είναι πολύ μεγαλύτερη με τη διάγνωση των προκαρκινικών σταδίων», λέει ο Antoniosi Filho.
Οι ερευνητές μελετούν επίσης εάν οι μεταβολικές αλλαγές που προκαλούνται από την εμφάνιση νευροεκφυλιστικών ασθενειών όπως το Πάρκινσον και το Αλτσχάιμερ θα μπορούσαν επίσης να ανιχνευθούν από μια τέτοια εξέταση, αν και η εργασία βρίσκεται σε αρχικό στάδιο.
«Στο μέλλον, ελπίζουμε ότι το cerumenogram θα αποτελεί μια εξέταση ρουτίνας, κατά προτίμηση κάθε έξι μήνες, που θα επιτρέπει, με μια μικρή ποσότητα κεριού από το αυτί, την ταυτόχρονη διάγνωση ασθενειών όπως ο διαβήτης, ο καρκίνος, η νόσος του Πάρκινσον και η νόσος του Αλτσχάιμερ, καθώς και την αξιολόγηση μεταβολικών αλλαγών που προκύπτουν από άλλες παθήσεις», λέει ο Antoniosi Filho.
Στη Βραζιλία, το νοσοκομείο Amaral Carvalho υιοθέτησε πρόσφατα το cerumenogram ως μέσο διάγνωσης και παρακολούθησης για τη θεραπεία του καρκίνου, λέει ο Antoniosi Filho.
Η Musah είναι επίσης αισιόδοξη ότι η έρευνά της θα βοηθήσει κάποτε τους ανθρώπους που πάσχουν από τη νόσο του Ménière, μια πάθηση για την οποία δεν υπάρχει επί του παρόντος θεραπεία. «Αυτή τη στιγμή εργαζόμαστε για την ανάπτυξη ενός τεστ που μοιάζει πολύ με αυτά που βρίσκουμε στα φαρμακεία για την Covid-19», λέει η Musah.

Κατανόηση του κεριού του αυτιού
Η παρατήρηση ότι τρία λιπαρά οξέα είναι πολύ χαμηλά σε σύγκριση με το φυσιολογικό κερί του αυτιού μπορεί επίσης να παρέχει κάποιες ενδείξεις που μπορούν να διερευνηθούν περαιτέρω, εξηγεί η Musah. «Μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τι προκαλεί την ασθένεια ή ίσως ακόμη και να υποδείξει τρόπους θεραπείας», λέει.
Η Musah λέει ότι απαιτείται ακόμη πολλή έρευνα για να κατανοηθεί το χημικό προφίλ του φυσιολογικού, υγιούς κεριού του αυτιού και πώς αυτό αλλάζει σε διαφορετικές παθολογικές καταστάσεις. Ελπίζει ωστόσο ότι κάποια μέρα θα μπορεί να αναλύεται συστηματικά στα νοσοκομεία για τη διάγνωση ασθενειών, με τον ίδιο τρόπο όπως το αίμα.
«Το κερί του αυτιού είναι ένα πραγματικά υπέροχο υλικό για χρήση, επειδή είναι πολύ πλούσιο σε λιπίδια και υπάρχουν πολλές ασθένειες που είναι συνέπεια της δυσλειτουργίας του μεταβολισμού των λιπιδίων», λέει η Musah.
Η Perdita Barran, χημικός και καθηγήτρια φασματομετρίας μάζας στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ στο Ηνωμένο Βασίλειο, δεν μελετά ειδικά το κερί του αυτιού, αλλά αναλύει βιολογικά μόρια και ερευνά αν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διάγνωση ασθενειών. Συμφωνεί ότι, τουλάχιστον θεωρητικά, είναι λογικό αυτή η ουσία να αποτελεί ένα καλό σημείο για την αναζήτηση συμπτωμάτων ασθενειών.
«Οι ενώσεις που βρίσκονται στο αίμα τείνουν να είναι υδατοδιαλυτές, ενώ το κερί του αυτιού είναι μια ουσία πολύ πλούσια σε λιπίδια, και τα λιπίδια δεν αρέσουν στο νερό», λέει η Barran. «Έτσι, αν μελετάς μόνο το αίμα, έχεις μόνο τη μισή εικόνα. Τα λιπίδια είναι αυτά που αρχίζουν να αλλάζουν πρώτα».
Πηγή: BBC