Η καθηγήτρια Dr. Anne Raben στο Onmed: Ο ΠΟΥ πρέπει να επανεξετάσει τις οδηγίες για τα γλυκαντικά
Η καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, Δρ. Anne Raben μιλά αποκλειστικά στο Onmed για τη μεγάλη ευρωπαϊκή μελέτη SWEET για τα γλυκαντικά, που παρουσίασε στο 18ο Πανελλήνιο Συνέδριο Διατροφής & Διαιτολογίας
Η Δρ. Anne Raben στο 18ο Πανελλήνιο Συνέδριο Διατροφής & Διαιτολογίας
Τα γλυκαντικά αποτελούν μία καθιερωμένη στρατηγική για τη μείωση της πρόσληψης ζάχαρης και τη ρύθμιση του σωματικού βάρους. Αρκετές φορές, όμως, η ασφάλειά τους έχει αμφισβητηθεί, όπως και το αν μπορούν πράγματι να αποτελούν μέρος μιας υγιεινής διατροφής.
Για να απαντηθούν θολά σημεία γύρω από τη χρήση τους και να διευκρινιστεί ο ρόλος τους στη διατροφή, διεξήχθη μια μεγάλη ευρωπαϊκή μελέτη με το όνομα SWEET, στην οποία συμμετείχαν πανεπιστημιακά και ερευνητικά ιδρύματα από πολλές ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Η μελέτη χρηματοδοτήθηκε από το πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Horizon 2020.
Η μελέτη SWEET βασίστηκε σε μια πολυκεντρική τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή και εξέτασε τη χρήση γλυκαντικών αντί ζάχαρης, στη διατήρηση του βάρους μετά από απώλεια κιλών σε υπέρβαρα και παχύσαρκα άτομα, καθώς και την επίδρασή τους στην υγεία του εντέρου. Στη μελέτη συμμετείχαν 340 ενήλικες και 38 παιδιά.
Αλλάζουν τα δεδομένα
Τα αποτελέσματα της μελέτης φαίνεται πως αλλάζουν τα δεδομένα στη μακροχρόνια διατήρηση του βάρους. Η κύρια συγγραφέας της μελέτης, Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης Δρ. Anne Raben παρουσίασε τα ευρήματα στο 18ο Πανελλήνιο Συνέδριο Διατροφής & Διαιτολογίας, το οποίο πραγματοποιήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα, στην Αθήνα. Σημειώνεται ότι η Δρ. Raben είναι μία από τις πλέον έμπειρες Ευρωπαίες ερευνήτριες στον τομέα της παχυσαρκίας και των καρδιομεταβολικών νόσων.
Όπως τόνισε η Δρ. Raben στο συνέδριο, η μελέτη έδειξε ότι τα ολιγοθερμιδικά γλυκαντικά μπορούν να συμβάλλουν ουσιαστικά στη διαχείριση του σωματικού βάρους, χωρίς να προκαλούν αρνητικές επιδράσεις στην υγεία, ενώ ενδέχεται να επηρεάζουν θετικά το μικροβίωμα του εντέρου. Στο περιθώριο του συνεδρίου, η Καθηγήτρια Anne Raben μίλησε στο Onmed. Διαβάστε αναλυτικά τη συνέντευξη:
Τα γλυκαντικά έχουν μπει εδώ και χρόνια στη ζωή μας, συχνά όμως οι καταναλωτές έρχονται αντιμέτωποι με αντικρουόμενες πληροφορίες σχετικά με την ασφάλειά τους. Είναι αυτός ένας από τους στόχους της μεγάλης μελέτης SWEET; Να ξεκαθαρίσει το τοπίο με σαφείς συστάσεις προς τους πολίτες;
Ναι, στοχεύσαμε στο να διερευνήσουμε μερικούς από τους επικρατέστερους μύθους σχετικά με τα υποκατάστατα γλυκαντικών χωρίς θερμίδες, ιδιαίτερα σε σχέση με τη μακροπρόθεσμη ρύθμιση της όρεξης και του σωματικού βάρους, τους καρδιομεταβολικούς δείκτες κινδύνου, καθώς και τις μεταβολές στη μικροβιακή χλωρίδα του εντέρου.
Ποια είναι τα κύρια ευρήματα της μελέτης και τι σημαίνουν για τους ανθρώπους που προσπαθούν να διατηρήσουν το βάρος τους μετά από δίαιτα; Μπορούν να αξιοποιηθούν περαιτέρω, ως νέες λύσεις για την υγεία του εντέρου;
Η μελέτη έδειξε ότι η ένταξη γλυκαντικών χωρίς θερμίδες σε μια υγιεινή διατροφή για τη διατήρηση της απώλειας βάρους, προσφέρει ευεργετικά αποτελέσματα σε σύγκριση με τη μη χρήση τους. Αυτό σημαίνει ότι η χρήση μη θερμιδικών γλυκαντικών μπορεί πράγματι να βοηθήσει τα άτομα να διατηρούν υγιεινές διατροφικές συνήθειες και να μειώνουν την πρόσληψη προστιθέμενων σακχάρων.
Υπήρξε μια μετατόπιση στη σύσταση της μικροβιακής χλωρίδας του εντέρου προς μια περισσότερο ευνοϊκή για την υγεία μορφή. Τα ευρήματα αυτά είναι πρωτοποριακά και απαιτούν περαιτέρω επιβεβαίωση σε μελλοντικές μελέτες. Παρ’ όλα αυτά, υποδεικνύουν ότι μάλλον δεν πρέπει να ανησυχούμε για τυχόν αρνητική επίδραση των γλυκαντικών στη μικροβιακή χλωρίδα του εντέρου, όπως έχει αναφερθεί παλαιότερα από άλλους.
Υπάρχουν όρια στην καθημερινή πρόσληψη γλυκαντικών και ποιες ομάδες πληθυσμού πρέπει να είναι πιο προσεκτικές;
Όλα τα γλυκαντικά υποβάλλονται σε αυστηρούς ελέγχους από τις υγειονομικές αρχές και πρέπει να κριθούν ασφαλή για κατανάλωση πριν επιτραπεί η χρήση τους σε προϊόντα για καταναλωτές. Ωστόσο, όπως ισχύει για όλα τα τρόφιμα και ποτά, η υπερβολική κατανάλωση πρέπει να αποφεύγεται. Στην περίπτωση των γλυκαντικών, η υπερβολική πρόσληψη μπορεί να προκαλέσει, για παράδειγμα, φούσκωμα και διάρροια, ειδικά όταν πρόκειται για αλκοόλες σακχάρων.
Πώς μπορούν οι πολιτικές δημόσιας υγείας να αξιοποιήσουν τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης μελέτης και άλλων σχετικών, στο θέμα της πρόληψης και αντιμετώπισης της παχυσαρκίας;
Πιστεύω ότι οι υγειονομικές αρχές φέρουν μεγάλη ευθύνη να λαμβάνουν υπόψη όλα τα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα πριν την υιοθέτηση οποιασδήποτε πολιτικής υγείας. Με βάση τα δικά μας νέα ευρήματα, αλλά και τα αποτελέσματα πρόσφατων μελετών όπως οι έρευνες SWITCH και Sweet Tooth, θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική μια επανεξέταση των οδηγιών του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας σχετικά με τα γλυκαντικά.
Τέλος, πού βλέπετε να στρέφεται η έρευνα για τα γλυκαντικά στην Ευρώπη τα επόμενα χρόνια;
Εφόσον διατεθούν οι απαραίτητοι πόροι, θα ήταν σκόπιμο να ξεκινήσουν τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες με διάρκεια μεγαλύτερη του ενός έτους. Στη μελέτη SWEET στόχος μας ήταν να συμπεριλάβουμε παρακολούθηση ενός επιπλέον έτους (δηλαδή συνολικά δύο χρόνια παρέμβασης), ωστόσο αυτό κατέστη αδύνατο λόγω της πανδημίας COVID-19.
Επιπλέον, τα δεδομένα που αφορούν παιδιά και εφήβους παραμένουν περιορισμένα και γι’ αυτό τον λόγο απαιτούνται περαιτέρω μελέτες, οι οποίες θα ήταν ιδιαίτερα σημαντικές.