ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Αγχολυτικά: Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στον εγκέφαλο

Η χρήση φαρμάκων κατά του άγχους μπορεί να θέσει κάποιον σε σημαντικό κίνδυνο νοητικής εξασθένισης και οι επιστήμονες μπορεί να έχουν ανακαλύψει το λόγο.

Αγχολυτικά: Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στον εγκέφαλο
Bigstock

Ερευνητές από τον Αυστραλιανό Οργανισμό Πυρηνικής Επιστήμης και Τεχνολογίας (ANTSO), διαπίστωσαν ότι τα φάρμακα μπορεί να επηρεάσουν τα μικρογλοιακά κύτταρα του εγκεφάλου, τα οποία με τη σειρά τους παρεμβαίνουν στις δενδριτικές ακάνθους, ένα βασικό μέρος των νευρώνων του εγκεφάλου.

Στην ουσία, τα φάρμακα επιδρούν σταδιακά στο τμήμα του εγκεφάλου που ηλεκτρίζει και ενεργοποιεί τα κύτταρα.

Εκατομμύρια Αμερικανοί χρησιμοποιούν αυτά τα φάρμακα και η σχέση τους με τον αυξημένο κίνδυνο μελλοντικής νοητικής έκπτωσης είναι γνωστή εδώ και καιρό.

Οι ερευνητές ελπίζουν ότι τα ευρήματά τους θα ανοίξουν την πόρτα σε μια νέα κατηγορία φαρμάκων που έχουν μικρότερο μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στην υγεία του εγκεφάλου.

«Αυτή η παρατήρηση είναι σημαντική, επειδή η μακροχρόνια χρήση αγχολυτικών φαρμάκων πιστεύεται ότι συμβάλλει στην επιτάχυνση της άνοιας, αλλά μέχρι σήμερα δεν ήταν γνωστό το πώς», δήλωσε ο Richard Banati, καθηγητής στον ANTSO.

Ο εγκέφαλος έχει δισεκατομμύρια νευρώνες, οι οποίοι είναι ηλεκτρικοί παλμοί που μεταδίδουν πληροφορίες και στέλνουν χημικά σήματα μεταξύ τμημάτων του εγκεφάλου.

Οι νευρώνες συνδέονται ο ένας με τον άλλο μέσω των συνάψεων.

Η πλειονότητα των ερευνών σχετικά με την επίδραση των φαρμάκων για το άγχος στη γνωστική έκπτωση έχει επικεντρωθεί στους νευρώνες και τις συνάψεις.

Οι ερευνητές του ANTSO αποφάσισαν να εξετάσουν τον ρόλο των μικρογλοιακών κυττάρων.

«Αυτά είναι μικρά και με μεγάλη κινητικότητα κύτταρα που αποτελούν μέρος της μη νευρωνικής μήτρας στην οποία είναι ενσωματωμένα τα νευρικά κύτταρα», εξήγησε ο Banati.

«Αυτή η μήτρα αποτελεί ένα σημαντικό μέρος του εγκεφάλου και στην πραγματικότητα επηρεάζει άμεσα τη λειτουργία των νευρωνικών δικτύων».

Η ομάδα εξέτασε τη διαζεπάμη, ένα κοινό φάρμακο για το άγχος, για να δει πώς αντιδρά στο νευρολογικό σύστημα ποντικιών.

Διαπίστωσαν ότι δεν πήγαινε απευθείας στις συνάψεις αλλά στα μικρογλοιακά κύτταρα, κάτι που δεν ήταν αναμενόμενο.

«Το φάρμακο άλλαξε τη φυσιολογική δραστηριότητα των μικρογλοιακών κυττάρων και έμμεσα τη λειτουργία συντήρησης που έχουν τα μικρογλοία γύρω από τις συνδέσεις των συναπτικών νευρικών κυττάρων», εξήγησε ο Banati.

«Είναι ενδιαφέρον να δούμε πώς το τοπικό ανοσοποιητικό σύστημα του εγκεφάλου, μέρος του οποίου αποτελούν τα μικρογλοιακά κύτταρα, συμμετέχει άμεσα στη συνολική λειτουργική ακεραιότητα του εγκεφάλου».

Αυτό εξηγεί γιατί κάποιοι άνθρωποι που παίρνουν τέτοια φάρμακα υποφέρουν από σοβαρή κόπωση, ακόμη και άνοια και άλλα γνωστικά προβλήματα αργότερα στη ζωή τους.

Οι ειδικοί το περιγράφουν ως τηγάνισμα των καλωδίων σε μια μηχανή. Εάν τα καλώδια καταστραφούν, η μηχανή θα λειτουργεί πιο αργά ή δεν λειτουργεί καθόλου.

Τελικά, αν καταστραφούν αρκετά καλώδια, ολόκληρο το μηχάνημα, εν προκειμένω ο εγκέφαλος, μπορεί να χάσει πολλές λειτουργίες.

Η έρευνα βρίσκεται ακόμα σε αρχικό στάδιο, αλλά τα πρωτοποριακά ευρήματα ανοίγουν την πόρτα σε μια νέα κατηγορία φαρμάκων για το άγχος που μπορούν να προλάβουν τις επιπτώσεις της ψυχικής διαταραχής χωρίς να προκαλέσουν μακροπρόθεσμη βλάβη στον εγκέφαλο.

Έρχεται επίσης σε κομβική στιγμή, καθώς ο αριθμός των Αμερικανών και ειδικά των νέων που χρησιμοποιούν αυτά τα φάρμακα, αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Οι συνταγές για τα αγχολυτικά αυξήθηκαν κατά 21% όταν ξεκίνησε η πανδημία COVID-19, με την μεγαλύτερη αύξηση να καταγράφεται στις ηλικίες 13 έως 19 ετών.

Πηγή: Neuroscience News