ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Ο σοβαρός κίνδυνος για τα μάτια από τη μακροχρόνια χρήση ενέσιμων αδυνατιστικών

Σινάνη Αικατερίνη

Σύμφωνα με νεότερα ερευνητικά στοιχεία, περίπου 1 στους 8 ανθρώπους έχει λάβει έναν αγωνιστή του υποδοχέα του γλυκαγονοειδούς πεπτιδίου-1, φάρμακο που ανήκει στα γνωστά πλέον ως GLP-1.

Ο σοβαρός κίνδυνος για τα μάτια από τη μακροχρόνια χρήση ενέσιμων αδυνατιστικών

Τα φάρμακα αυτά που χρησιμοποιήθηκαν αρχικά για τη θεραπεία του διαβήτη τύπου 2, πλέον λαμβάνονται από πολλούς ανθρώπους για την απώλεια βάρους.

Οι πιο κοινοί τύποι τέτοιων φαρμάκων είναι η σεμαγλουτίδη και η τιρζεπατίδη.

Όπως κάθε φάρμακο, τα φάρμακα GLP-1 έχουν πιθανές παρενέργειες και επιπλοκές.

Μια πιθανή επιπλοκή αναφέρθηκε για πρώτη φορά τον Ιούλιο του 2024, όταν μελέτη διαπίστωσε ότι τα άτομα που χρησιμοποιούν σεμαγλουτίδη διατρέχουν τέσσερις φορές υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης μη αρτηριτιδικής πρόσθιας ισχαιμικής οπτικής νευροπάθειας (NAION).

Ακολούθησε έρευνα που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2025, η οποία ανακάλυψε ότι άτομα που λαμβάνουν είτε σεμαγλουτίδη είτε τιρζεπατίδη ενδέχεται να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για πιθανά προβλήματα όρασης που προκαλούν τύφλωση.

Νέα μελέτη διαπίστωσε ότι οι ηλικιωμένοι με διαβήτη που λαμβάνουν οποιοδήποτε GLP-1, ενδέχεται να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης νεοαγγειακής ηλικιακής εκφύλισης της ωχράς κηλίδας (nAMD).

Εστιάζοντας στη σεμαγλουτίδη

Oι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα υγείας για πάνω από 139.000 κατοίκους του Οντάριο, στον Καναδά, μέσης ηλικίας 66 ετών που είχαν διαγνωστεί με διαβήτη. Οι συμμετέχοντες χρησιμοποιούσαν φάρμακα GLP-1 για περισσότερο από έξι μήνες.

Το 97,5% των συνταγογραφήσεων αφορούσε τη σεμαγλουτίδη, σύμφωνα με τον κύριο ερευνητή, καθηγητή Οφθαλμολογίας και Επιστημών Όρασης στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο, Rajeev H. Muni.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι διαβητικοί που λάμβαναν GLP-1, είχαν διπλάσιο κίνδυνο να αναπτύξουν ηλικιακή εκφύλιση ωχράς κηλίδας υγρού τύπου.

Στην μορφή αυτή αναπτύσσονται παθολογικά αγγεία (νεοαγγεία) από τους υποκείμενους ιστούς προς την ωχρά κηλίδα. Τα αγγεία αυτά δεν είναι σωστά σφραγισμένα με αποτέλεσμα να διαρρέει υγρό το οποίο συσσωρεύεται στην ωχρά κηλίδα δημιουργώντας οίδημα. Είναι επίσης συχνό αυτά τα αγγεία να αιμορραγούν. Η μακροχρόνια παρουσία οιδήματος και αιμορραγίας οδηγεί στη δημιουργία ουλής και απώλειας της κεντρικής όρασης.

Η εξέλιξη της υγράς μορφής είναι πολύ γρήγορη και αυτός είναι και ο λόγος που είναι σημαντικό να γίνει σωστή και γρήγορη διάγνωση ώστε να ξεκινήσει θεραπεία.

Επί του παρόντος δεν υπάρχει θεραπεία για την υγρού τύπου ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας.

«Διαπιστώσαμε ότι στους ασθενείς με διαβήτη ηλικίας 66 ετών και άνω, η συχνότητα εμφάνισης ηλικιακής εκφύλισης ωχράς κηλίδας υγρού τύπου ήταν περίπου 1 στους 1.000 σε εκείνους που δεν είχαν χρησιμοποιήσει ποτέ αγωνιστές του υποδοχέα του GLP-1, σε σύγκριση με 2 στους 1.000 μεταξύ εκείνων που είχαν εκτεθεί σε αυτά τα φάρμακα για τουλάχιστον έξι μήνες», δήλωσε ο Muni. «Ενώ ο απόλυτος κίνδυνος παραμένει χαμηλός, αυτό αντιπροσωπεύει έναν σχετικό διπλασιασμό του κινδύνου».

«Παρότι τα ευρήματά μας δεν θα πρέπει να προκαλούν ανησυχία, δικαιολογούν αυξημένη εγρήγορση. Αυτά τα φάρμακα έχουν οφέλη για την καρδιαγγειακή, νεφρική και μεταβολική υγεία. Ωστόσο, οι ασθενείς που μπορεί να διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο για ηλικιακή εκφύλιση ωχράς κηλίδας, όπως οι ηλικιωμένοι, θα πρέπει να γνωρίζουν την πιθανότητα εμφάνισης νέων οφθαλμολογικών συμπτωμάτων. Εάν εμφανιστούν αλλαγές στην όραση κατά τη λήψη αυτών των φαρμάκων, οι ασθενείς θα πρέπει να ενημερώσουν αμέσως τον γιατρό τους και να παραπεμφθούν σε οφθαλμίατρο για περαιτέρω αξιολόγηση».

Ο Muni και οι συνεργάτες του παρατήρησαν επίσης ότι ο υψηλότερος κίνδυνος αφορούσε όσους είχαν χρησιμοποιήσει φάρμακα GLP-1 για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.

«Παρατηρήσαμε μια δοσοεξαρτώμενη σχέση, με τον κίνδυνο να αυξάνεται καθώς αυξανόταν η διάρκεια της έκθεσης σε αγωνιστές υποδοχέα GLP-1. Αυτό το εύρημα είναι κλινικά σημαντικό επειδή υποδηλώνει ότι ο κίνδυνος μπορεί να έχει σωρευτική δράση με την πάροδο του χρόνου», εξήγησε ο Muni.

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση JAMA Ophthalmology.