ΥΓΕΙΑ

Έχετε εκζέματα; Ενημερωθείτε για τον άγνωστο κρυφό κίνδυνο

Αν εκδηλώνετε συχνά εκζέματα, δηλαδή δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από κνησμό, ερεθισμό και εξανθήματα, τότε έχετε και ένα ακόμη λόγο για να ανησυχείτε, σύμφωνα με μία νέα έρευνα που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «JAMA Dermatology».

Έχετε εκζέματα; Ενημερωθείτε για τον άγνωστο κρυφό κίνδυνο

Στο πλαίσιο της μελέτης, οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο, συνεργάστηκαν με 34.500 εθελοντές, ηλικίας 18 έως 85 ετών.

Αφού έλαβαν, λοιπόν, υπόψη όλους τους άλλους πιθανούς παράγοντες κινδύνου για τέτοιου είδους τραυματισμούς (φύλο, ηλικία, άλλα νοσήματα), κατέληξαν στο συμπέρασμα πως, όσοι έπασχαν από δερματικό έκζεμα, είχαν κατά 44% περισσότερες πιθανότητες να υποστούν κάποιον τραυματισμό.

Σύμφωνα με τα στοιχεία, το 7,2% των εθελοντών έπασχε από έκζεμα κατά το τελευταίο 12μηνο, ενώ συνολικά το 2% είχε υποστεί κάταγμα ή άλλο τραυματισμό στα οστά και τις αρθρώσεις.

Ωστόσο, η αύξηση αυτή, έφτανε το 67% στους τραυματισμούς που ήταν αρκετά σοβαροί, ώστε να περιορίσουν την κινητικότητα των ασθενών.

Όπως επισημαίνεται στην έρευνα, οι ασθενείς με έκζεμα έχουν πολλαπλούς παράγοντες κινδύνου για ατυχήματα, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται η διαταραχή του ύπνου εξαιτίας του κνησμού και άλλων συμπτωμάτων της δερματοπάθειας, η λήψη αντιισταμινικών φαρμάκων τα οποία μπορεί να προκαλέσουν υπνηλία και οι τυχόν ψυχολογικές επιβαρύνσεις εξαιτίας της νόσου ή/και των συμπτωμάτων της.

Τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώνουν τα στατιστικά, αφού οι πάσχοντες από έκζεμα που ανέφεραν κόπωση και έλλειψη ύπνου είχαν κατά 59% μεγαλύτερο κίνδυνο τραυματισμού, όσοι ανέφεραν αϋπνία είχαν κατά 74% μεγαλύτερο κίνδυνο και όσοι έπασχαν ταυτοχρόνως από προβλήματα ψυχικής υγείας ή συμπεριφοράς είχαν υπερδιπλάσιο κίνδυνο τραυματισμού.

Η νέα μελέτη, η οποία είναι μία από τις πρώτες που αξιολογούν τον συγκεκριμένο κίνδυνο, έδειξε ακόμα πως υπάρχει ηλικιακή διακύμανση σε αυτόν.

Στην πραγματικότητα, η συχνότητα των καταγμάτων παρουσίαζε προοδευτική αύξηση κατ' αναλογίαν με την ηλικία και κορυφωνόταν στις ηλικίες 50-69 ετών, αρχίζοντας στη συνέχεια να μειώνεται.