ΥΓΕΙΑ

Ατομική και ολιστική προσέγγιση στη θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας

Αυξημένες είναι οι προκλήσεις σχετικά με την αντιμετώπιση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας.

Ατομική και ολιστική προσέγγιση στη θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας

Οι προσδοκίες των ασθενών συνδέονται άρρηκτα με τις παραμέτρους «λειτουργικότητα» και «ψυχολογία», οι οποίες καθορίζουν, σε σημαντικό βαθμό, την ικανοποίησή τους από την παρεχόμενη θεραπεία.

Η βελτίωση των θεραπειών είναι συνεχής, αλλά «κλειδί» για την αξιοποίηση της προόδου παραμένει η σχέση ασθενούς – γιατρού. Στο συγκεκριμένο πεδίο πρέπει να γίνουν ακόμη πολλά και να ενισχυθεί η επικοινωνία μεταξύ των δύο πλευρών, ώστε να λαμβάνονται από κοινού αποφάσεις που αφορούν την ποιότητα ζωής των πασχόντων.

Πρόκειται για μία πολύ σημαντική διαδικασία, όπως δείχνει και η έρευνα “NarRAtive”, στην οποία συμμετείχαν 3.987 ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα από 13 χώρες. Το 43% των πασχόντων απάντησαν πως βλέπουν πιο αισιόδοξα την κατάσταση της υγείας τους, όταν έχουν οικειότητα με τον γιατρό τους. Τρεις στους πέντε, ωστόσο, δηλώνουν πως δεν αισθάνονται άνετα να του εκφράσουν τις ανησυχίες και τους φόβους τους...

Η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι μία αυτοάνοση πάθηση, η οποία προσβάλλει το 1% έως 5% των ενηλίκων. Πιο ευάλωτες εμφανίζονται οι γυναίκες, οι οποίες νοσούν με διπλάσια έως τριπλάσια συχνότητα σε σχέση με τους άνδρες. Κληρονομικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισής της, αλλά το ακριβές αίτιο δεν είναι γνωστό.

Εκδηλώνεται με φλεγμονή (οίδημα, ερυθρότητα) στις αρθρώσεις, πόνο και δυσκαμψία. Πιο συχνά, προσβάλλονται τα χέρια, οι καρποί, τα πόδια και τα γόνατα. Λιγότερο συχνά, προσβάλλονται άλλες περιοχές του σώματος, όπως οι πνεύμονες, η καρδιά, τα αιμοφόρα αγγεία, το δέρμα και τα νεύρα.

Αναφορικά με τα παραπάνω συμπτώματα, η δυσκαμψία γίνεται πιο αισθητή κατά την πρωινή έγερση, καθώς και όταν το άτομο κάθεται για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μπορεί, δε, να βελτιωθεί με την κίνηση. Τα συμπτώματα έρχονται και φεύγουν και ενδέχεται να είναι από ήπια έως σοβαρά. Άλλα συμπτώματα είναι κάψιμο ή κνησμός στα μάτια, κόπωση, έλκη στα πόδια, μείωση της όρεξης, νωθρότητα, δύσπνοια, δερματικά οζίδια, αδυναμία και πυρετός. Οι αρθρώσεις ενδέχεται να είναι ερυθρές, διογκωμένες, ευαίσθητες, παραμορφωμένες και ζεστές.

Η ρευματοειδής αρθρίτιδα επηρεάζει τις καθημερινές δραστηριότητες των πασχόντων. Η εμφάνιση των συμπτωμάτων στα χέρια έχει επίπτωση στο γράψιμο, στο άνοιγμα βάζων, στο ντύσιμο και στη μεταφορά αντικειμένων. Όταν η νόσος εκδηλωθεί στους γοφούς, τα γόνατα ή τα πόδια, δυσκολεύει τον ασθενή στο περπάτημα και στην ικανότητά του για κάμψη και στάση.

Ο καλύτερος τρόπος για την αντιμετώπισή της είναι η έγκαιρη έναρξη θεραπείας με ειδικά φάρμακα, η εκπαίδευση και ο έλεγχος των δραστηριοτήτων, προκειμένου να προληφθεί η κόπωση. Τα αντιφλεγμονώδη φάρμακα μειώνουν τον πόνο και το οίδημα, ενώ τα φάρμακα που τροποποιούν τη νόσο δύνανται να επιβραδύνουν την εξέλιξή της και πρέπει να χορηγούνται άμεσα.

Θεραπείες

Στο θεραπευτικό «οπλοστάσιο» για την αρχική θεραπευτική αγωγή περιλαμβάνονται συμβατικά συνθετικά τροποποιητικά της νόσου αντιρρευματικά φάρμακα, όπως η μεθοτρεξάτη. Σε αποτυχία των ανοσοτροποποιητικών αυτών φαρμάκων, χορηγούνται οι βιολογικές θεραπείες, οι οποίες στοχεύουν σε ουσίες ή κύτταρα που διαδραματίζουν καίριο ρόλο στη διαδικασία της χρόνιας φλεγμονής και της αρθρικής καταστροφής.

Η πιο σύγχρονη θεραπευτική επιλογή για την αντιμετώπιση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας είναι το Tofacitinib, ένα από του στόματος φάρμακο που ανήκει σε μια νέα κατηγορία, ήτοι στους αναστολείς των κινασών Janus (JAK). Οι αναστολείς JAK δρουν στο μονοπάτι των κινασών Janus, ενεργώντας στα κύτταρα, προκειμένου να αναστείλουν ένα σηματοδοτικό μονοπάτι που εκτιμάται ότι διαδραματίζει ρόλο στη φλεγμονή προκληθείσα στο πλαίσιο μέτριας έως σοβαρής ενεργού ρευματοειδούς αρθρίτιδας.

Με βάση τις θεραπευτικές οδηγίες, οι επαγγελματίες Υγείας πρέπει να εστιάζουν στις ανάγκες κάθε ασθενούς, αξιολογώντας προσεκτικά την επίπτωση που έχει η νόσος στην καθημερινότητά τους. Πρέπει να λαμβάνουν αποφάσεις από κοινού με τον ασθενή, προκειμένου να μεγιστοποιηθεί το θεραπευτικό αποτέλεσμα.

Στο πλαίσιο αυτό, Πανεπιστήμια και Ιδρύματα από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ έχουν διαμορφώσει μοντέλα εξατομικευμένης μέτρησης της αποτελεσματικότητας (patient – reported outcomes – PRO). Πιο συγκακριμένα, κάθε ασθενής καλείται να συμπληρώσει ένα ειδικά διαμορφωμένο ερωτηματολόγιο, από το οποίο προκύπτουν συμπεράσματα σε σχέση με τον υφιστάμενο πόνο, την κόπωση, τη φυσική κατάσταση και την ποιότητα της ζωής του.

Η ατομική προσέγγιση της θεραπείας πρέπει να συνδυάζεται με μία ολιστική αντιμετώπιση του πάσχοντα. Κρίνεται σκόπιμο να ελέγχονται και να αντιμετωπίζονται συννοσηρότητες, όπως μεταβολικό σύνδρομο, διαβήτης, οφθαλμολογικά και δερματολογικά προβλήματα.

Ανασφάλεια

Παρά τις προόδους στη διάγνωση και στη θεραπεία, οι ασθενείς έχουν περισσότερες ανασφάλειες και ανεκπλήρωτες θεραπευτικές ανάγκες. Έρευνα που έχει γίνει στην Ελλάδα, μάλιστα, έδειξε πως, για το 93,75% των ασθενών, βασικός θεραπευτικός στόχος πρέπει να είναι η ικανότητα εκτέλεσης καθημερινών δραστηριοτήτων, ενώ για το 81,25%, η μείωση του πόνου και της κόπωσης. Επιπροσθέτως, επτά στους δέκα πάσχοντες ανησυχούν πως η νόσος θα επηρεάσει αρνητικά τη ζωή τους, στερώντας τους την ικανότητα να ζουν ανεξάρτητοι. Η ανασφάλεια είναι τόσο έντονη, που έχει επιπτώσεις και στην ψυχική τους υγεία.

Σοβαρή είναι, ακόμα, η επίπτωση στην κοινωνική και σεξουαλική τους ζωή. Η έρευνα “NarRAtive” έδειξε πως το 47% των πασχόντων από ρευματοειδή αρθρίτιδα έχουν διακόψει ή δεν συμμετέχουν πλέον στις καθημερινές τους δραστηριότητες.

Η αδυναμία να εργαστούν διαμορφώνει, επίσης, δυσμενείς συνθήκες στην ψυχολογία τους. Το 30% έως 40% των πασχόντων δεν είναι σε θέση να εργαστεί πέντε χρόνια μετά τη διάγνωση της νόσου και ένας στους τρεις οδηγείται σε πρόωρη συνταξιοδότηση.

Πολύ υψηλά στις ανεκπλήρωτες θεραπευτικές τους ανάγκες παραμένει η μείωση της κόπωσης, με επίπτωση στους μισούς ασθενείς. Το 40% έως 80% αυτών εκτιμά πως ο έλεγχος της κόπωσης πρέπει να αποτελεί πρωταρχικό θεραπευτικό στόχο στη ρευματοειδή αρθρίτιδα.

Εν κατακλείδι, η έγκαιρη διάγνωση σε συνδυασμό με την καλή σχέση ασθενούς-γιατρού, θα αναδείξει τις ανάγκες του κάθε ασθενούς έτσι, ώστε να επιλεχθεί η αποτελεσματικότερη θεραπεία με στόχο την ύφεση της νόσου, τη μέγιστη βελτίωση των συμπτωμάτων και την επίτευξη μιας φυσιολογικής λειτουργικότητας.

Πελαγία Κατσιμπρή

Ρευματολόγος
Επιμελήτρια Α’ ΕΣΥ
Μονάδα Ρευματολογίας και Κλινικής Ανοσολογίας
Δ’ Πανεπιστημιακή Παθολογική Κλινική
Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο “Αττικόν”