ΥΓΕΙΑ

Παγκόσμια Ημέρα κατά του AIDS: Πώς ο HIV συνδέεται με άλλα ΣΜΝ

Μιχάλης Θερμόπουλος

Η 1η Δεκεμβρίου έχει αναγνωριστεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ως Παγκόσμια Ημέρα κατά του AIDS με σκοπό την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση κοινού και κυβερνήσεων για την λήψη μέτρων προς τον περιορισμό της νόσου, για την οποία δεν υπάρχει ακόμα τρόπος ίασης.

Παγκόσμια Ημέρα κατά του AIDS: Πώς ο HIV συνδέεται με άλλα ΣΜΝ
Bigstock

Ο ιός ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (HIV) είναι ένα από τα πολλά Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα (ΣΜΝ).

Ο HIV (Human Immunodeficiency Virus) είναι μια λοίμωξη που επιτίθεται στο ανοσοποιητικό σύστημα του σώματος, συγκεκριμένα στα λευκά αιμοσφαίρια που ονομάζονται κύτταρα CD4. Η νόσος που προκαλείται από τον HIV είναι το σύνδρομο επίκτητης ανοσοανεπάρκειας (AIDS: Acquired ImmunoDeficiency Syndrome).

Ο HIV καταστρέφει αυτά τα κύτταρα CD4, αποδυναμώνοντας την ανοσία ενός ατόμου έναντι ευκαιριακών λοιμώξεων, όπως η φυματίωση και οι μυκητιασικές λοιμώξεις, οι σοβαρές βακτηριακές λοιμώξεις και ορισμένοι καρκίνοι.

Η παγκόσμια στρατηγική του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) στον τομέα της υγείας 2022-2030 για τον HIV στοχεύει στην μείωση των μολύνσεων από τον HIV από 1,5 εκατομμύριο το 2020 σε 335.000 έως το 2030 και τους θανάτους από 680.000 το 2020 σε λιγότερους από 240.000 το 2030.

AIDS: Συμπτώματα

Πολλοί άνθρωποι δεν αισθάνονται συμπτώματα από τον HIV τους πρώτους μήνες μετά την μόλυνση και μπορεί να μην γνωρίζουν καν ότι έχουν μολυνθεί. Άλλοι μπορεί να εμφανίσουν συμπτώματα που μοιάζουν με γρίπη, όπως πυρετό, πονοκέφαλο, εξάνθημα και πονόλαιμο. Ωστόσο, αυτοί οι πρώτοι μήνες είναι όταν ο ιός είναι πιο μολυσματικός.

Καθώς η νόσος εξελίσσεται, τα συμπτώματα θα διευρυνθούν και θα γίνουν πιο έντονα. Αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν διογκωμένους λεμφαδένες, απώλεια βάρους, πυρετό, διάρροια και βήχα. Ο HIV αποδυναμώνει την ικανότητα του σώματος να καταπολεμά άλλες λοιμώξεις και χωρίς θεραπεία οι άνθρωποι θα γίνουν πιο επιρρεπείς σε άλλες σοβαρές ασθένειες όπως η φυματίωση, η κρυπτοκοκκική μηνιγγίτιδα, οι βακτηριακές λοιμώξεις και ορισμένοι καρκίνοι, όπως τα λεμφώματα και το σάρκωμα Kaposi.

Η διάγνωση του AIDS γίνεται και με απλές εξετάσεις που παρέχουν αποτελέσματα αυθημερόν και μπορούν να γίνουν στο σπίτι, αλλά απαιτείται εργαστηριακός έλεγχος για την επιβεβαίωση της λοίμωξης. Η έγκαιρη διάγνωση βελτιώνει σημαντικά τις επιλογές θεραπείας και μειώνει τον κίνδυνο μετάδοσης σε άλλα άτομα.

AIDS: Πώς μεταδίδεται ο HIV

Ο HIV βρίσκεται σε ορισμένα σωματικά υγρά ατόμων που έχουν AIDS, όπως το αίμα, το σπέρμα, τα κολπικά υγρά, τα υγρά του ορθού και το μητρικό γάλα. Ο HIV μπορεί να μεταδοθεί από:

  • κολπικό ή πρωκτικό σεξ χωρίς προφυλάξεις και, σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, μέσω στοματικού σεξ
  • μετάγγιση μολυσμένου αίματος
  • κοινή χρήση βελονών, συριγγών, άλλου εξοπλισμού ενέσεων, χειρουργικού εξοπλισμού ή άλλων αιχμηρών οργάνων και
  • από μια μητέρα με AIDS προς το βρέφος της κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, του τοκετού ή του θηλασμού

Ένα άτομο που ζει με AIDS και λαμβάνει αντιρετροϊκή θεραπεία και του οποίου το ιικό φορτίο είναι “μη ανιχνεύσιμο” δεν θα μεταδώσει τον ιό HIV στις/στους σεξουαλικούς συντρόφους του/της.

AIDS: Ποια είναι η σχέση μεταξύ του HIV και άλλων ΣΜΝ

Η μόλυνση από τον ιό HIV είναι πιο πιθανό να συμβεί εάν ένα άτομο έχει άλλο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα (ΣΜΝ) και αντίστροφα. Η πιθανότητα μόλυνσης από τον ιό HIV ή άλλα σεξουαλικά μεταδιδόμενα παθογόνα αυξάνεται σημαντικά όταν οι άνθρωποι εμπλέκονται σε επικίνδυνες σεξουαλικές συμπεριφορές (π.χ. μη χρήση προφυλακτικού, σεξ χωρίς προστασία με πολλούς συντρόφους, σεξ υπό την επήρεια ναρκωτικών και αλκοόλ).

Επιπλέον, οι πληγές και οι φλεγμονές από ορισμένα ΣΜΝ διευκολύνουν την μόλυνση από τον ιό HIV. Τα στοιχεία δείχνουν ότι ο έρπης γεννητικών οργάνων (HSV-2) σχεδόν τριπλασιάζει τον κίνδυνο AIDS τόσο σε άνδρες όσο και σε γυναίκες. Επίσης, οι γυναίκες που ζουν με AIDS διατρέχουν υψηλό κίνδυνο μόλυνσης από τον ιό των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV) και έχουν 6 φορές περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν καρκίνο του τραχήλου της μήτρας.

Πηγή: who.int