ΧΑΠ: Γιατί οι γυναίκες κινδυνεύουν περισσότερο ακόμη και αν δεν καπνίζουν
Το κάπνισμα είναι η κύρια αιτία της Χρόνιας Αναπνευστικής Πνευμονοπάθειας.

Η ΧΑΠ είναι ο γενικός όρος για χρόνιες πνευμονικές παθήσεις, όπως το εμφύσημα και η βρογχίτιδα και παρά τη σημαντική μείωση του καπνίσματος τα τελευταία 50 χρόνια, παραμένει μια από τις κύριες αιτίες θανάτου στις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η επικράτηση της ΧΑΠ στις γυναίκες, πλησιάζει εκείνη των ανδρών.
Νέα μελέτη έδειξε ότι οι γυναίκες έχουν περίπου 50% περισσότερες πιθανότητες από τους άνδρες να αναπτύξουν ΧΑΠ, ακόμη και αν δεν έχουν καπνίσει ποτέ ή έχουν καπνίσει πολύ λιγότερο από τους άνδρες.
Τα ευρήματα αμφισβητούν την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι η αυξημένη ευπάθεια των γυναικών στον καπνό του τσιγάρου πιθανώς εξηγεί αυτή την ανισότητα, καταλήγουν οι ερευνητές.
Οι γυναίκες με ΧΑΠ τείνουν να παρουσιάζουν πιο σοβαρά συμπτώματα και σε νεότερη ηλικία σε σύγκριση με τους άνδρες, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εξήγηση μπορεί να βρίσκεται στην αυξημένη ευαισθησία στις επιπτώσεις του καπνού του τσιγάρου, εξηγούν οι ερευνητές.
Για να διευκρινίσουν τις συσχετίσεις μεταξύ φύλου, καπνίσματος και ΧΑΠ και να επικαιροποιήσουν προηγούμενες εκτιμήσεις για την επικράτηση και τον αντίκτυπο της ΧΑΠ, οι ερευνητές βασίστηκαν σε μια μεγάλη εθνικά αντιπροσωπευτική έρευνα των ΗΠΑ σε ενήλικες από την Εθνική Έρευνα Υγείας (NHIS) του 2020.
Οι ερωτηθέντες (12.638 γυναίκες και 10.390 άνδρες ηλικίας τουλάχιστον 40 ετών) ρωτήθηκαν για το ιστορικό καπνίσματος, τα προϊόντα καπνού που χρησιμοποιούσαν και αν κάπνιζαν ηλεκτρονικό τσιγάρο.
Οι γυναίκες ανέφεραν χαμηλότερα ποσοστά τόσο τρέχοντος όσο και προηγούμενου καπνίσματος τσιγάρων, πούρων και πίπας, καθώς και χρήσης καπνού χωρίς καύση σε σύγκριση με τους άνδρες, αλλά παρόμοια ποσοστά χρήσης ηλεκτρονικών τσιγάρων.
Η επικράτηση της ΧΑΠ ήταν λίγο κάτω από 8% για τις γυναίκες και 6,5% για τους άνδρες. Οι γυναίκες με ΧΑΠ ήταν πιο πιθανό να μην έχουν καπνίσει ποτέ τσιγάρα από τους άνδρες με ΧΑΠ (26,5% έναντι λίγο πάνω από 14%) και λιγότερο πιθανό να χρησιμοποιούν άλλα προϊόντα καπνού εκτός από τα ηλεκτρονικά τσιγάρα (26,5% έναντι 20%).

Οι γυναίκες ανέφεραν επίσης ότι κάπνιζαν λιγότερα τσιγάρα την ημέρα από τους άνδρες, κατά μέσο όρο περίπου 18 σε σύγκριση με περίπου 22, και ότι το έκαναν για λιγότερα χρόνια. Επίσης, ήταν λιγότερο πιθανό από τους άνδρες να έχουν αρχίσει το κάπνισμα πριν από την ηλικία των 15 ετών: 19% έναντι 28%.
Ωστόσο, η επικράτηση της ΧΑΠ ήταν υψηλότερη μεταξύ των γυναικών που είχαν καπνίσει σε σύγκριση με τους άνδρες: 16% έναντι 11,5%. Και μεταξύ των γυναικών που δεν είχαν καπνίσει ποτέ, η επικράτηση της ΧΑΠ ήταν σχεδόν διπλάσια σε σύγκριση με τους άνδρες μη καπνιστές: λίγο πάνω από 3% έναντι λίγο πάνω από 1,5%.
Σε περαιτέρω ανάλυση, το γυναικείο φύλο συσχετίστηκε με σημαντικά (47%) υψηλότερο κίνδυνο διάγνωσης ΧΑΠ, μετά τη συνεκτίμηση παραγόντων που ενδέχεται να επηρεάζουν τα αποτελέσματα.
Αυτή η διαφορά κινδύνου μεταξύ των φύλων παρέμεινε, ανεξάρτητα από το ιστορικό καπνίσματος: μεταξύ των ατόμων που δεν είχαν καπνίσει ποτέ, οι γυναίκες είχαν 62% περισσότερες πιθανότητες να διαγνωστούν με ΧΑΠ, ενώ μεταξύ των ατόμων που είχαν καπνίσει, είχαν 43% περισσότερες πιθανότητες.
«Τα ευρήματα αυτά θα πρέπει να θέσουν το ερώτημα εάν η διαφορετική ευαισθησία στον καπνό του τσιγάρου είναι ο βασικός παράγοντας που οδηγεί στην αυξημένη επικράτηση της ΧΑΠ στις γυναίκες στις ΗΠΑ. Αν οι γυναίκες ήταν πιο ευαίσθητες στις επιπτώσεις του καπνίσματος, δεν θα περιμέναμε να δούμε σχεδόν τον ίδιο κίνδυνο ανά 10 πακέτα-έτη έκθεσης, ούτε θα περιμέναμε να δούμε παρόμοια αύξηση του σχετικού κινδύνου μεταξύ εκείνων που δεν είχαν καπνίσει ποτέ. Τα ευρήματά μας βελτιώνουν τις προηγούμενες εκτιμήσεις για τη ΧΑΠ μεταξύ των ατόμων χωρίς ιστορικό καπνίσματος και υπογραμμίζουν εκ νέου το υψηλό βάρος της ΧΑΠ στις γυναίκες, τονίζοντας την ανάγκη για προσεκτικές προσπάθειες πρόληψης, διάγνωσης και θεραπείας της νόσου», σημειώνουν οι ερευνητές.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό ανοικτής πρόσβασης BMJ Open Respiratory Research.