Γιατί οι γυναίκες κινδυνεύουν περισσότερο από αυτοάνοσα και ψυχικές παθήσεις
Το να ζει κανείς με μια αυτοάνοση πάθηση, συνδέεται με σχεδόν διπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης προβλημάτων ψυχικής υγείας, όπως είναι η κατάθλιψη, η αγχώδης διαταραχή και η διπολική διαταραχή.

Οι κίνδυνοι είναι υψηλότεροι στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες, σύμφωνα με μεγάλη μελέτη που πραγματοποιήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι η χρόνια έκθεση στη συστηματική φλεγμονή που προκαλείται από την αυτοάνοση πάθηση, μπορεί να εξηγήσει τη συσχέτιση.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από 1,5 εκατ. συμμετέχοντες στο πρόγραμμα Our Future Health από όλο το Ηνωμένο Βασίλειο. Η μέση ηλικία των συμμετεχόντων ήταν τα 53 έτη, ενώ λίγο πάνω από τους μισούς (57%) ήταν γυναίκες.
Κατά την εγγραφή τους στο Our Future Health, οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ένα βασικό ερωτηματολόγιο, παρέχοντας προσωπικά, κοινωνικά, δημογραφικά, υγειονομικά στοιχεία αλλά και πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο ζωής τους.
Οι πληροφορίες για την υγεία περιλάμβαναν διαγνώσεις που αφορούσαν τους ίδιους και τους βιολογικούς γονείς τους για ένα ευρύ φάσμα διαταραχών, συμπεριλαμβανομένων αυτοάνοσων και ψυχιατρικών παθήσεων.
Στην μελέτη συμπεριλήφθηκαν έξι αυτοάνοσες παθήσεις: ρευματοειδής αρθρίτιδα, σύνδρομο Graves (διαταραχή της θυρεοειδικής ορμόνης), φλεγμονώδης νόσος του εντέρου, λύκος, σκλήρυνση κατά πλάκας και ψωρίαση.
Οι ψυχικές διαταραχές που εξετάστηκαν ήταν η κατάθλιψη, η διπολική διαταραχή και διαταραχή άγχους.
Συνολικά, 37.808 συμμετέχοντες ανέφεραν αυτοάνοσες διαταραχές και 1.525.347 δεν ανέφεραν.
Όσοι είχαν αυτοάνοσες παθήσεις ήταν πιο πιθανό να είναι γυναίκες (74,5% έναντι 56,5%) και να αναφέρουν διαγνώσεις συναισθηματικών διαταραχών κατά τη διάρκεια της ζωής τους για τους βιολογικούς γονείς τους: 8% έναντι 5,5% για τους πατέρες και 15,5% έναντι 11% για τις μητέρες.
Η χρόνια παθολογική ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος -συμπεριλαμβανομένης της παρουσίας δεικτών φλεγμονής- είναι χαρακτηριστικό πολλών αυτοάνοσων παθήσεων. Ελλείψει άμεσων μετρήσεων των βιοδεικτών φλεγμονής, μια αυτοάνοση πάθηση θεωρήθηκε ως υποκατάστατο της χρόνιας φλεγμονής σε αυτή τη μελέτη.
Οι διαγνώσεις συναισθηματικής διαταραχής ήταν σημαντικά υψηλότερες μεταξύ των ατόμων με αυτοάνοση διαταραχή από ό,τι στον γενικό πληθυσμό: 29% έναντι 18%.

Παρόμοιες συσχετίσεις εμφανίστηκαν για την κατάθλιψη και το άγχος: 25,5% έναντι λίγο πάνω από 15% για την κατάθλιψη και λίγο πάνω από 21% έναντι 12,5% για το άγχος.
Αν και η συνολική επικράτηση της διπολικής διαταραχής ήταν πολύ χαμηλότερη, ήταν σημαντικά υψηλότερη μεταξύ των ατόμων με αυτοάνοση διαταραχή, συγκριτικά με τον γενικό πληθυσμό: λίγο κάτω από 1% έναντι 0,5%.
Τα ποσοστά κατάθλιψης και άγχους ήταν επίσης υψηλότερα στους πάσχοντες από αυτοάνοσες παθήσεις.
Οι συναισθηματικές διαταραχές ήταν σημαντικά και σταθερά υψηλότερες στις γυναίκες συγκριτικά με τους άνδρες με τις ίδιες σωματικές παθήσεις: 32% έναντι 21% στους συμμετέχοντες με οποιαδήποτε αυτοάνοση διαταραχή.
Αν και οι λόγοι δεν είναι σαφείς, «οι θεωρίες υποδηλώνουν ότι οι ορμόνες του φύλου, οι χρωμοσωμικοί παράγοντες και οι διαφορές στα κυκλοφορούντα αντισώματα μπορεί να εξηγούν εν μέρει αυτές τις διαφορές μεταξύ των φύλων», λένε οι ερευνητές.
«Οι γυναίκες (αλλά όχι οι άνδρες) με κατάθλιψη εμφανίζουν αυξημένες συγκεντρώσεις κυκλοφορούντων κυτοκινών και αντιδρώντων οξείας φάσης σε σύγκριση με τις γυναίκες χωρίς κατάθλιψη. Είναι επομένως πιθανό οι γυναίκες να αντιμετωπίσουν αυξημένο κίνδυνο αυτοάνοσων νοσημάτων και των ισχυρότερων επιδράσεων των ανοσολογικών αποκρίσεων στην ψυχική υγεία, με αποτέλεσμα την σημαντικά υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης συναισθηματικών διαταραχών που παρατηρήθηκαν σε αυτή τη μελέτη», προσθέτουν.
Συνολικά, ο κίνδυνος για καθεμία από τις συναισθηματικές διαταραχές ήταν σχεδόν διπλάσιος, 87-97% υψηλότερος, σε άτομα με αυτοάνοσες παθήσεις και παρέμεινε υψηλός ακόμη και αφού λήφθηκαν υπόψιν παράγοντες, όπως η ηλικία, το εισόδημα και το ψυχιατρικό ιστορικό των γονέων.
«Η ανάλυση των δεδομένων δείχνει ότι η χρόνια έκθεση σε συστηματική φλεγμονή μπορεί να συνδέεται με μεγαλύτερο κίνδυνο για συναισθηματική διαταραχή», καταλήγουν οι ερευνητές.
«Μελλοντικές μελέτες θα πρέπει να επιδιώξουν να προσδιορίσουν εάν οι πιθανοί βιολογικοί, ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες -για παράδειγμα, ο χρόνιος πόνος, η κόπωση, οι διαταραχές του ύπνου ή του κιρκαδικού ρυθμού και η κοινωνική απομόνωση- μπορεί να αντιπροσωπεύουν δυνητικά τροποποιήσιμους μηχανισμούς που συνδέουν τις αυτοάνοσες παθήσεις και τις συναισθηματικές διαταραχές».
Οι ερευνητές προτείνουν στα άτομα που έχουν διαγνωστεί με αυτοάνοσα νοσήματα να ελέγχονται τακτικά για ψυχικές παθήσεις, ιδίως οι γυναίκες, ώστε να τους παρέχεται έγκαιρα εξατομικευμένη θεραπεία.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση BMJ Mental Health.