Β-αναστολείς: Τα φάρμακα που παίρνουν εκατομμύρια ασθενείς, μπορεί να είναι ακόμη και επικίνδυνα
Οι βήτα αναστολείς είναι φάρμακα που επιβραδύνουν τον καρδιακό ρυθμό και μειώνουν την αρτηριακή πίεση.

Για περισσότερα από 40 χρόνια, υπήρξαν βασικό «όπλο» για την προστασία της καρδιάς από ένα δεύτερο έμφραγμα του μυοκαρδίου μετά από ένα πρώτο έμφραγμα (δευτερογενής πρόληψη).
Επειδή μειώνουν τον καρδιακό ρυθμό και την αρτηριακή πίεση, προστατεύουν από επικίνδυνες αρρυθμίες και νέα επεισόδια.
Δύο μεγάλες νέες μελέτες ωστόσο, αμφισβητούν τη χρησιμότητά τους σε όλους τους ασθενείς.
Μελέτη REBOOT: Ανατρέπει όσα ξέρουμε εδώ και 40 χρόνια
Η REBOOT trial είναι η μεγαλύτερη μελέτη του είδους της (8.500 ασθενείς σε Ισπανία και Ιταλία) και τα αποτελέσματά της, τα οποία παρουσιάστηκαν στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Καρδιολογίας, στη Μαδρίτη, ήταν ξεκάθαρα: σε ασθενείς με ανεπίπλεκτο έμφραγμα (που δεν παρουσιάζει επιπλοκές όπως καρδιακή ανεπάρκεια, ηλεκτροφυσιολογικά προβλήματα ή μηχανικές βλάβες στην καρδιά) και φυσιολογική καρδιακή λειτουργία, οι β-αναστολείς δεν προσφέρουν κανένα όφελος όσον αφορά την επιβίωση, τα νέα εμφράγματα ή τις νοσηλείες για καρδιακή ανεπάρκεια.
Ακόμα πιο ανησυχητικά όμως, είναι τα αποτελέσματα της υποανάλυσης, η οποία διαπίστωσε ότι οι γυναίκες με φυσιολογική καρδιακή λειτουργία που έπαιρναν β-αναστολείς, είχαν υψηλότερο κίνδυνο θανάτου ή σοβαρών επιπλοκών σε σχέση με εκείνες που δεν έπαιρναν το φάρμακο. Αντίθετα, στους άνδρες δεν παρατηρήθηκε κάτι ανάλογο.

Μελέτη BETAMI–DANBLOCK: Αντίθετα ευρήματα
Την ίδια στιγμή, μια άλλη μελέτη από Νορβηγία και Δανία, η BETAMI–DANBLOCK, με πάνω από 5.500 ασθενείς, έδειξε ότι οι β-αναστολείς μείωσαν κατά 15% τον κίνδυνο θανάτου ή σοβαρών καρδιαγγειακών συμβάντων, κυρίως νέων εμφραγμάτων.
Αυτή η αντίφαση μεταξύ REBOOT και BETAMI–DANBLOCK έχει προκαλέσει αναστάτωση στη διεθνή επιστημονική κοινότητα.
Το κοινό σημείο: Όφελος μόνο σε ασθενείς με ήπια δυσλειτουργία
Παρά τις διαφορές, οι ερευνητές συμφωνούν σε κάτι σημαντικό: Οι β-αναστολείς παραμένουν χρήσιμοι σε ασθενείς με ήπια έκπτωση της καρδιακής λειτουργίας (κλάσμα εξώθησης 40–49%).
Αντίθετα, στους ασθενείς με πλήρως φυσιολογική λειτουργία (πάνω από 50%), τα δεδομένα δείχνουν ότι το όφελος είναι τουλάχιστον αμφίβολο.
Τι σημαίνει αυτό για την κλινική πράξη;
Σήμερα, περισσότεροι από 8 στους 10 ασθενείς με έμφραγμα λαμβάνουν β-αναστολείς μετά την έξοδό τους από το νοσοκομείο.
Η μελέτη REBOOT υποστηρίζει ότι για πολλούς από αυτούς η αγωγή μπορεί να είναι περιττή, να αυξάνει τον κίνδυνο παρενεργειών (κόπωση, βραδυκαρδία, σεξουαλικές διαταραχές) και να περιπλέκει τη συμμόρφωση με την πολύπλοκη φαρμακευτική αγωγή μετά από ένα έμφραγμα.
Ο επικεφαλής ερευνητής, Δρ. Borja Ibáñez από το Κέντρο Έρευνας Καρδιαγγειακών Νοσημάτων της Ισπανίας (CNIC), τονίζει: «Οφείλουμε να επανεξετάσουμε κριτικά παλιές θεραπείες με βάση τα σύγχρονα δεδομένα. Σήμερα οι ασθενείς αντιμετωπίζονται πολύ πιο άμεσα και αποτελεσματικά, ως εκ τούτου αλλάζει ο ρόλος των β-αναστολέων».
Οι επιστήμονες περιμένουν νέες αναλύσεις και συνδυαστικά δεδομένα από πολλές χώρες, ένα είναι όμως σαφές: Η REBOOT trial ανοίγει τον δρόμο για αλλαγή στις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες και φέρνει πιο κοντά την εξατομικευμένη θεραπεία μετά από έμφραγμα - με λιγότερα φάρμακα, λιγότερες παρενέργειες και καλύτερη ποιότητα ζωής για τους ασθενείς.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στις επιστημονικές επιθεωρήσεις New England Journal of Medicine και European Heart Journal.