ΥΓΕΙΑ

Το Αλτσχάιμερ και το Πάρκινσον φαίνονται στο δέρμα

Η έγκαιρη διάγνωση του Αλτσχάιμερ και του Πάρκινσον παίζει καθοριστικό ρόλο στη μελλοντική πορεία της υγείας και την ποιότητα ζωής του ασθενούς. Οι γιατροί γνωρίζουν ότι οι δύο εκφυλιστικές ασθένειες ξεκινούν να προκαλούν τις πρώτες βλάβες 15 με 20 χρόνια πριν εμφανιστούν τα αρχικά συμπτώματα, όμως δεν υπάρχουν αξιόπιστες μέθοδοι εντοπισμού της ακριβούς χρονικής αφετηρίας αυτών των αλλοιώσεων.

Το Αλτσχάιμερ και το Πάρκινσον φαίνονται στο δέρμα

Τώρα, ομάδα επιστημόνων με επικεφαλής τον Δρ Ildefonso Rodriguez-Leyva από το Κεντρικό Νοσοκομείο του Πανεπιστημίου του Σαν Λουίς Ποτοσί στο Μεξικό υποστηρίζουν ότι ο έγκαιρος εντοπισμός Αλτσχάιμερ και Πάρκινσον είναι δυνατός με τη βοήθεια της εξέτασης του δέρματος.

Σύμφωνα με μελέτη που θα παρουσιαστεί στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας, το οποίο θα πραγματοποιηθεί στην Ουάσινγκτον τον ερχόμενο Απρίλιο, οι ασθενείς με Αλτσχάιμερ και Πάρκινσον διαθέτουν επτά φορές μεγαλύτερες ποσότητες μιας αλλοιωμένης μορφής της πρωτεΐνης Τ, όπως προέκυψε από βιοψίες σε δείγματα δέρματος, ενώ οι ασθενείς με Πάρκινσον διαθέτουν επίσης επτά με οκτώ φορές μεγαλύτερες ποσότητες μιας επιβλαβούς μορφής μιας άλλης πρωτεΐνης, της α συνουκλεΐνης, σε σύγκριση με υγιή άτομα ή άτομα που πάσχουν από άνοια λόγω προχωρημένης ηλικίας.

Οι ερευνητές δεν είναι βέβαιοι ποιος είναι ο ακριβής ρόλος της α συνουκλεΐνης στον εγκέφαλο, όμως έχει παρατηρηθεί ότι σε ασθενείς με Πάρκινσον η πρωτεΐνη συχνά σχηματίζει επικίνδυνες μάζες που εμποδίζουν την ομαλή λειτουργία των νεύρων.

Από την άλλη, η πρωτεΐνη Τ παίζει ρόλο στην επιδεινούμενη εγκεφαλική λειτουργία σε ασθενείς με Αλτσχάιμερ. Καθώς τα νευρικά κύτταρα πεθαίνουν, τα τακτικώς δομημένα μόρια της πρωτεΐνης, τα οποία κανονικά λειτουργούν ως ένα «σιδηροδρομικό δίκτυο» που εξυπηρετεί τη μεταφορά θρεπτικών συστατικών, χάνουν το φυσιολογικό σχηματισμό τους και μετατρέπονται σε ακανόνιστες μάζες.

Σύμφωνα με τον Δρ Rodriguez-Leyva, η εξέταση του δέρματος θα δώσει τη δυνατότητα να εντοπίζονται οι μη φυσιολογικές πρωτεΐνες πριν εμφανιστούν τα συμπτώματα στο νευρικό σύστημα, όπως η γνωστική ή κινητική κατάπτωση.