ΥΓΕΙΑ

Διαβήτης: Πώς θα προστατέψετε την όρασή σας

Η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια είναι η πιο συχνή από τις επιπλοκές του διαβήτη που αφορούν τα μικρά αγγεία.

Διαβήτης: Πώς θα προστατέψετε την όρασή σας

Ο αμφιβληστροειδής είναι ευαίσθητος σε διαταραχές και δεν έχει ιδιαίτερες ικανότητες ανάπλασης. Τα νευρικά κύτταρα του αμφιβληστροειδούς καταλήγουν στον εγκέφαλο.

Η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια είναι το κύριο αίτιο μειωμένης όρασης στην παραγωγική ηλικία και είναι πιο συχνή, όσο μεγαλύτερη είναι η ηλικία και η διάρκεια της πάθησης ή όσο λιγότερο καλά είναι ρυθμισμένος ο διαβήτης.

Η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη είναι σημαντικός δείκτης της ρύθμισης τους σακχάρου και ο ασθενής πρέπει να βεβαιώνεται ότι ελέγχεται τακτικά από τον θεράποντα ιατρό του. Το 80% των ασθενών με διαβήτη για πάνω από 10 έτη εμφανίζει αλλοιώσεις διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας.

Η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια παρουσιάζει διάφορα στάδια.

Στα πρώιμα στάδια, η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια δεν χρειάζεται αντιμετώπιση.

Ωστόσο, όταν ο οφθαλμίατρος εντοπίσει τις αρχικές αλλοιώσεις του διαβήτη στον αμφιβληστροειδή, το επόμενο βήμα είναι να βελτιστοποιηθεί η ρύθμιση της γλυκόζης, η αρτηριακή υπέρταση και η υπερλιπιδαιμία. Στόχος είναι, ελέγχοντας όλες τις παραμέτρους που δημιουργούν παρόμοιες βλάβες στα αγγεία, να μειωθεί ο ρυθμός εξέλιξης των αλλοιώσεων.

Όσο προχωρούν οι αλλοιώσεις μπορεί να δημιουργηθεί οίδημα στην ωχρά κηλίδα, που είναι η υπεύθυνη περιοχή του αμφιβληστροειδούς για την οξεία όραση, δηλαδή το διάβασμα και στο να βλέπουμε τις λεπτομέρειες και τα χρώματα. Το οίδημα, δηλαδή η παρουσία υγρού ανάμεσα στα κύτταρα, οδηγεί σε διαταραχή της όρασης με μείωση της ευκρίνειας, θάμπωμα και παραμόρφωση της εικόνας. Σε αυτή την περίπτωση, μπορεί να χρειαστεί έναρξη θεραπείας με ενέσεις μέσα στο βολβό, οι οποίες επιδρώντας στη βιοχημεία της πάθησης οδηγούν στην απορρόφηση του υγρού.

Σε πιο προχωρημένο στάδιο, μπορεί ο αμφιβληστροειδής να παρουσιάζει ισχαιμία, δηλαδή μειωμένη παροχή οξυγόνου σε κάποιες περιοχές λόγω των αλλοιώσεων στα αγγεία.

Στο στάδιο της προ-παραγωγικής αμφιβληστροειδοπάθειας, εμφανίζονται εν τω βάθει αιμορραγίες και νέα παθολογικά αγγεία που όμως, δεν έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν αιμορραγίες.

Στο επόμενο ωστόσο, στάδιο της παραγωγικής αμφιβληστροειδοπάθειας, μπορεί να προκληθεί αιμορραγία μέσα στο βολβό ακόμα και αποκόλληση αμφιβληστροειδούς όσο οι αλλαγές επιδεινώνονται.

Η όραση μειώνεται αρκετά έως δραματικά ανάλογα με τη βαρύτητα της αιμορραγίας ενώ αντιμετωπίζεται με εκτεταμένο laser στον αμφιβληστροειδή που στόχο έχει να μειώσει τα παθολογικά αγγεία και να σταματήσει τις υποτροπιάζουσες αιμορραγίες.

Η αιμορραγία απορροφάται σε διάστημα συνήθως ενός μηνός, εφόσον είναι σχετικά ήπια. Εάν δεν γίνει laser εγκαίρως, μπορεί να υποτροπιάσει. Χειρουργική επέμβαση μπορεί να γίνει εάν οι αιμορραγίες δεν απορροφώνται ή στις περιπτώσεις που οι αλλοιώσεις έχουν οδηγήσει σε αποκόλληση αμφιβληστροειδούς.

Οι περισσότερες από τις δύσκολες περιπτώσεις διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας θα είχαν προβλεφθεί εάν γινόταν συστηματικός οφθαλμολογικός έλεγχος.

Οι αλλοιώσεις που παρουσιάζονται στους οφθαλμούς είναι παρόμοιες με αυτές που παρουσιάζονται σε όργανα τα οποία δεν μπορούν άμεσα να εξετασθούν, όπως η καρδιά, οι νεφροί και ο εγκέφαλος. Επομένως, η εικόνα των ματιών κατευθύνει τους θεράποντες ιατρούς ως προς τη ρύθμιση και αντιμετώπιση του διαβήτη συνολικά.

Σύμφωνα με τις οδηγίες της Αμερικανικής Οφθαλμολογικής Εταιρείας αλλά και των περισσότερων Ευρωπαϊκών πρωτοκόλλων, θα πρέπει οι ασθενείς που πάσχουν από διαβήτη να κάνουν πλήρη οφθαλμολογικό έλεγχο κατά τη διάγνωση και μετά ανά έτος σε απουσία αμφιβληστροειδοπάθειας ή σε πολύ ήπια διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια.

Τα διαστήματα πυκνώνουν όσο πιο προχωρημένη είναι η πάθηση, με έλεγχο ανά 3-4 μήνες για τους ασθενείς με προ-παραγωγική αμφιβληστροειδοπάθεια. Στους ασθενείς που έχουν αντιμετωπισθεί για την παραγωγική μορφή, η οφθαλμολογική εξέταση θα πρέπει να γίνεται ακόμα και ανά μήνα σε κάποιες περιπτώσεις.

Ο οφθαλμολογικός έλεγχος μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη ενημερώνοντας τον ασθενή και τον θεράποντα ιατρό για τη γενικότερη πορεία της πάθησης.