ΥΓΕΙΑ

Τα οφέλη της υγιεινής διατροφής για την καρδιά ανεξάρτητα από την απώλεια βάρους

Σινάνη Αικατερίνη

Νέα μελέτη ερευνητών της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ και του Πανεπιστημίου Ben Gurion του Ισραήλ, έδειξε ότι σχεδόν το ένα τρίτο των ατόμων που υιοθέτησαν και τήρησαν μια υγιεινή διατροφή δεν έχασαν βάρος, αποκόμισαν όμως σημαντικά οφέλη για την υγεία τους.

Τα οφέλη της υγιεινής διατροφής για την καρδιά ανεξάρτητα από την απώλεια βάρους

Ανεξάρτητα από τη μείωση του βάρους, οι συμμετέχοντες στη μελέτη παρουσίασαν σημαντικές βελτιώσεις στους καρδιομεταβολικούς δείκτες, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης της HDL ή καλής χοληστερόλης, της μείωσης των επιπέδων της λεπτίνης (της ορμόνης που σηματοδοτεί την πείνα) και της μείωσης του σπλαχνικού λίπους (του λίπους της κοιλιάς που βρίσκεται βαθιά μέσα στην κοιλιακή κοιλότητα και περιβάλλει τα ζωτικά όργανα.

«Έχουμε συνηθίσει να εξισώνουμε την απώλεια βάρους με την υγεία, ενώ τα άτομα που δεν χάνουν βάρος θεωρούν ότι αποτυγχάνουν», δήλωσε η κύρια συγγραφέας Anat Yaskolka Meir, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Τμήμα Επιδημιολογίας του Χάρβαρντ.

«Τα ευρήματά μας αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο ορίζουμε την κλινική επιτυχία. Τα άτομα που δεν χάνουν βάρος μπορούν να βελτιώσουν τον μεταβολισμό τους και να μειώσουν τον μακροπρόθεσμο κίνδυνο εμφάνισης ασθενειών. Αυτό είναι ένα μήνυμα ελπίδας, όχι αποτυχίας», είπε.

Οι ερευνητές ανέλυσαν τις αλλαγές στο βάρος και την υγεία 761 ανθρώπων με κοιλιακή παχυσαρκία στο Ισραήλ, οι οποίοι συμμετείχαν σε τρεις σημαντικές κλινικές δοκιμές διατροφής με υψηλά ποσοστά συμμόρφωσης.

Σε κάθε δοκιμή, οι συμμετέχοντες επιλέχθηκαν τυχαία για να υιοθετήσουν και να ακολουθήσουν υγιεινές διατροφικές συνήθειες -συμπεριλαμβανομένων διατροφών με χαμηλά λιπαρά, χαμηλούς υδατάνθρακες, μεσογειακή- για διάστημα 18 έως 24 μηνών.

Η μελέτη διαπίστωσε ότι, σε όλες τις κλινικές δοκιμές και όλες τις δίαιτες, το 36% των συμμετεχόντων πέτυχαν κλινικά σημαντική απώλεια βάρους (άνω του 5% του αρχικού σωματικού βάρους τους), το 36% πέτυχαν μέτρια απώλεια βάρους (απώλεια έως 5% του αρχικού σωματικού βάρους τους) και το 28% ήταν ανθεκτικοί στην απώλεια βάρους, δηλαδή δεν έχασαν βάρος ή πήραν λίγο βάρος.

Η απώλεια βάρους συσχετίστηκε με μια σειρά βελτιώσεων στην υγεία. Οι ερευνητές υπολόγισαν ότι κάθε κιλό που χάθηκε συσχετίστηκε με αύξηση 1,44% της HDL χοληστερόλης, μείωση 1,37% των τριγλυκεριδίων, μείωση 2,46% της ινσουλίνης, μείωση 2,79% της λεπτίνης και μείωση 0,49 μονάδων του λίπους στο ήπαρ, σε συνδυασμό με μειώσεις της αρτηριακής πίεσης και των ηπατικών ενζύμων.

Η μελέτη διαπίστωσε επίσης ότι οι συμμετέχοντες που ήταν ανθεκτικοί στην απώλεια βάρους -μεγαλύτερης ηλικίας και/ή γυναίκες- παρουσίασαν πολλές από τις ίδιες βελτιώσεις. Είχαν περισσότερη καλή χοληστερόλη, χαμηλότερα επίπεδα λεπτίνης, με αποτέλεσμα λιγότερη πείνα, και λιγότερο επικίνδυνο σπλαχνικό λίπος.

«Πρόκειται για ουσιαστικές μεταβολικές αλλαγές με πραγματικές καρδιομεταβολικές συνέπειες», δήλωσε η Yaskolka Meir. «Η μελέτη μας έδειξε ότι μια υγιεινή διατροφή λειτουργεί, ακόμη και όταν το βάρος δεν αλλάζει».

«Αυτή η νέα ανακάλυψη δείχνει ότι ορισμένοι άνθρωποι μπορεί να έχουν βιολογική προδιάθεση να ανταποκρίνονται διαφορετικά στην ίδια διατροφή», δήλωσε η συντάκτρια της μελέτης Iris Shai, κύρια ερευνήτρια και αναπληρώτρια καθηγήτρια διατροφής στο Harvard. «Δεν πρόκειται απλώς για θέληση ή πειθαρχία — πρόκειται για βιολογία. Και τώρα είμαστε κοντά στο να το κατανοήσουμε».

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση European Journal of Preventive Cardiology.