ΥΓΕΙΑ

Ούτε αυτισμός, ούτε δυσλεξία: Τι πρέπει να ξέρετε για την επίμονη αναπτυξιακή γλωσσική διαταραχή

Σινάνη Αικατερίνη

Η δυσλεξία και ο αυτισμός είναι νευροαναπτυξιακές διαταραχές που επηρεάζουν μεγάλο αριθμό παιδιών, γι' αυτό και είναι οικείοι όροι για πολλές οικογένειες, φροντιστές και εκπαιδευτικούς.

Ούτε αυτισμός, ούτε δυσλεξία: Τι πρέπει να ξέρετε για την επίμονη αναπτυξιακή γλωσσική διαταραχή

Υπάρχει όμως μια άλλη διαταραχή, εξίσου συχνή –αν όχι συχνότερη– που παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγνωστη: η αναπτυξιακή διαταραχή λόγου (Developmental Language Disorder – DLD).

Η DLD είναι μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή που δυσχεραίνει την εκμάθηση και χρήση της γλώσσας, χωρίς κάποια εμφανή αιτία, όπως απώλεια ακοής, νοητική αναπηρία ή αυτισμό. Μπορεί να επηρεάσει την κατανόηση και την έκφραση, είτε μεμονωμένα είτε ταυτόχρονα.

Εκτιμάται ότι η διαταραχή επηρεάζει από 7% έως 10% των παιδιών σχολικής ηλικίας. Συχνά όμως περνά απαρατήρητη ή εκλαμβάνεται λανθασμένα ως ανωριμότητα, τεμπελιά ή πρόβλημα συμπεριφοράς.

Η DLD δεν είναι μια απλή καθυστέρηση που θα λυθεί με τον χρόνο. Είναι επίμονη, και αν δεν αντιμετωπιστεί, μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες στη σχολική επίδοση, στις κοινωνικές σχέσεις και στην αυτοεκτίμηση.

Μια «αόρατη» διαταραχή

Η DLD θεωρείται «αόρατη» πάθηση, καθώς δεν έχει ειδικά χαρακτηριστικά. Πολλά παιδιά με DLD τα πάνε καλά σε καθημερινές συζητήσεις, αλλά δυσκολεύονται όταν η γλώσσα γίνεται πιο σύνθετη, όπως κατά την ανάγνωση ενός σχολικού βιβλίου, την κατανόηση μιας επιστημονικής εξήγησης ή ενός αστείου.

Στην καθημερινότητα, οι γονείς μπορεί να παρατηρήσουν ότι το παιδί τους δεν κατανοεί μεγάλες προτάσεις («βάλε το ποτήρι στο τραπέζι και μετά φέρε μου το κουτάλι»). Επίσης μπορεί να χρησιμοποιεί πολύ σύντομες φράσεις, να παραλείπει λέξεις («αγόρι παίζει αυτοκίνητο» αντί για «το αγόρι παίζει με το αυτοκίνητο»), ή να δυσκολεύεται να περιγράψει με λεπτομέρειες τι έκανε στο διάλειμμα ή στην τάξη.

Η DLD έχει περιγραφεί στο παρελθόν με διαφορετικούς όρους -«ειδική γλωσσική διαταραχή» (specific language impairment – SLI) ή «μικτή διαταραχή πρόσληψης-έκφρασης»– γεγονός που προκάλεσε σύγχυση και περιόρισε την αναγνωρισιμότητά της. Το διεθνές ερευνητικό πρόγραμμα CATALISE πρότεινε τη χρήση του όρου αναπτυξιακή διαταραχή λόγου (DLD) και την υιοθέτηση πιο ξεκάθαρων κριτηρίων για τη διάγνωσή της.

Σημάδια ανά ηλικία

Κάθε παιδί με DLD παρουσιάζει διαφορετικό προφίλ, αλλά υπάρχουν κάποια κοινά προειδοποιητικά σημάδια:

Προσχολική ηλικία: δυσκολία στην κατανόηση οδηγιών, πολύ σύντομες προτάσεις, προβλήματα στην εκμάθηση τραγουδιών ή στην αφήγηση γεγονότων της ημέρας.

Σχολική ηλικία: δυσκολίες στην κατανόηση κειμένων, χρήση απλών προτάσεων, προβλήματα στην εκμάθηση νέου λεξιλογίου, συχνά γραμματικά και ορθογραφικά λάθη, δυσκολία στη συνεκτική γραφή.

Πώς την ξεχωρίζουμε από άλλες διαταραχές

Η DLD μπορεί να προκαλέσει σύγχυση, έχει όμως ξεκάθαρα διακριτικά χαρακτηριστικά:

Δεν είναι δυσλεξία

Η δυσλεξία προκαλεί προβλήματα στην εκμάθηση ανάγνωσης και γραφής, κυρίως στην αποκωδικοποίηση λέξεων και στις φωνολογικές δεξιότητες. Ένα παιδί με δυσλεξία μπορεί να μπερδέψει γράμματα και αριθμούς που μοιάζουν οπτικά (π.χ. ε και 3) ή να διαβάσει μια λέξη ως μία άλλη, παρότι έχει πλούσιο προφορικό λεξιλόγιο και καλά δομημένες προτάσεις στον προφορικό λόγο.

Αντίθετα, ένα παιδί με DLD μπορεί να διαβάσει σωστά, αλλά να μην κατανοήσει το νόημα ολόκληρης της πρότασης, ενώ συχνά έχει περιορισμένο προφορικό λόγο και κάνει γραμματικά λάθη.

Δεν είναι αυτισμός

Στην DLD οι κοινωνικές δεξιότητες και η πρόθεση για επικοινωνία συνήθως διατηρούνται, ακόμη κι αν η γλώσσα είναι περιορισμένη. Αν και σε μικρή ηλικία και οι δύο καταστάσεις μπορεί να εμφανιστούν ως «καθυστερημένη ομιλία», μελέτες δείχνουν ότι τα παιδιά με DLD χρησιμοποιούν χειρονομίες, ανταποκρίνονται καλύτερα στη γλώσσα και συμμετέχουν σε συμβολικό παιχνίδι, ενώ ο αυτισμός χαρακτηρίζεται από σοβαρότερα προβλήματα κατανόησης και κοινωνικής αλληλεπίδρασης, καθώς και επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές.

Δεν εξαρτάται από τη μη λεκτική νοημοσύνη

Στο παρελθόν, η DLD διαγιγνώσκονταν μόνο αν η μη λεκτική νοημοσύνη του παιδιού ήταν εντός του μέσου όρου, ώστε να ξεχωρίζει από γενικευμένη μαθησιακή δυσκολία. Σήμερα γνωρίζουμε ότι κάποια παιδιά με DLD μπορεί να έχουν ελαφρώς χαμηλότερες επιδόσεις σε τεστ μη λεκτικής νοημοσύνης, αλλά αυτό δεν σημαίνει γενικευμένη αναπηρία. Για τον λόγο αυτό, οι ειδικοί δεν χρησιμοποιούν πλέον αυτή τη διάκριση στα διαγνωστικά κριτήρια.

Μακροπρόθεσμες συνέπειες

Η DLD δεν εξαφανίζεται με την ηλικία. Αν και πολλά παιδιά βελτιώνονται με κατάλληλες παρεμβάσεις, οι δυσκολίες συχνά τα συνοδεύουν στην εφηβεία και την ενήλικη ζωή. Μακροχρόνιες μελέτες δείχνουν ότι οι έφηβοι με DLD είναι πιο πιθανό να έχουν προβλήματα ανάγνωσης και γραφής (από ήπια έως επίμονα), να εγκαταλείψουν νωρίτερα το σχολείο, να αντιμετωπίσουν εμπόδια στην εργασία και να υποφέρουν από χαμηλή αυτοεκτίμηση και προβλήματα ψυχικής υγείας.

Αυτό δεν συνεπάγεται απαραίτητα κακή πρόγνωση. Με έγκαιρη διάγνωση και εξειδικευμένη υποστήριξη, πολλά παιδιά καταφέρνουν να τα πάνε καλά στο σχολείο και στην καθημερινή ζωή.

Οι παρεμβάσεις και θεραπείες για την DLD επικεντρώνονται στην ενίσχυση τόσο του προφορικού όσο και του γραπτού λόγου: εργασία με λογοθεραπευτή πάνω στο λεξιλόγιο, τη γραμματική και την αφήγηση, χρήση οπτικών βοηθημάτων και διδακτικών προσαρμογών στο σχολείο, και ενθάρρυνση κοινής ανάγνωσης και συζήτησης στο σπίτι.

Στο σχολείο, οι δάσκαλοι μπορούν να βοηθήσουν δίνοντας σαφείς και σύντομες οδηγίες, βεβαιώνοντας ότι το παιδί τις κατανόησε, χρησιμοποιώντας διαγράμματα ή εικόνες υποστήριξης και παρέχοντας επιπλέον χρόνο για εξετάσεις και εργασίες.

Στο σπίτι, οι γονείς μπορούν να διαβάζουν καθημερινά με τα παιδιά τους, να επεκτείνουν όσα λέει διορθώνοντας τις προτάσεις του (αν πει «νερό εδώ», να απαντήσουν «ναι, το νερό είναι εδώ πάνω στο τραπέζι»), και να τα ενθαρρύνουν να αφηγούνται γεγονότα της ημέρας τους.

Η σημασία της έγκαιρης παρέμβασης

Η έγκαιρη διάγνωση και υποστήριξη του παιδιού είναι ζωτικής σημασίας, επειδή η γλώσσα αποτελεί τη βάση της ανάγνωσης, της γραφής και της μάθησης στο σχολείο. Όσο νωρίτερα λάβει βοήθεια ένα παιδί, τόσο πιο εύκολο είναι να μειωθούν οι μελλοντικές δυσκολίες – ένα παιδί που θα λάβει στήριξη στα 4-5 του χρόνια μπορεί να σημειώσει πολύ μεγαλύτερη πρόοδο από ένα παιδί που θα βοηθηθεί στα 9-10, όταν ήδη βιώνει σχολική αποτυχία και απογοήτευση.

Η διάγνωση της DLD απαιτεί επαγγελματική αξιολόγηση, συνήθως από λογοθεραπευτή ή ειδικό στη γλώσσα. Ωστόσο, οι γονείς και οι δάσκαλοι είναι συχνά οι πρώτοι που υποψιάζονται ότι κάτι δεν πάει καλά. Αν ένα παιδί δεν προοδεύει στη γλώσσα όπως οι συνομήλικοί του, αν οι προτάσεις του είναι πολύ σύντομες, αν αποφεύγει να συμμετέχει σε συζητήσεις ή αν απογοητεύεται με την ανάγνωση, είναι καλύτερο να ζητηθεί συμβουλή. Η έγκαιρη δράση είναι καθοριστική.

Παρά το γεγονός ότι είναι συχνή και επίμονη διαταραχή, η DLD παραμένει μία από τις λιγότερο γνωστές νευροαναπτυξιακές διαταραχές. Η αναγνώριση των συμπτωμάτων και ο διαχωρισμός της από άλλες δυσκολίες, είναι απαραίτητη για την έγκαιρη παρέμβαση. Όπως τονίζουν οι ειδικοί του προγράμματος CATALISE, η γλώσσα αποτελεί το θεμέλιο της μάθησης, και η υποστήριξη αυτών των παιδιών από μικρή ηλικία είναι ο καλύτερος τρόπος για να τους ανοίξουμε δρόμους για το μέλλον.

Πηγή: The Conversation