ΥΓΕΙΑ

Το χαρακτηριστικό ενός παχύσαρκου που «σφύζει» από υγεία

Η παχυσαρκία έχει συσχετιστεί με νόσο εδώ και εκατοντάδες χρόνια. Ο ίδιος ο όρος περιγράφει την «υπερβολική αύξηση του λίπους στο σώμα» σε επίπεδα εκτός του φυσιολογικού
Το χαρακτηριστικό ενός παχύσαρκου που «σφύζει» από υγεία

Η παχυσαρκία έχει συσχετιστεί με νόσο εδώ και εκατοντάδες χρόνια. Ο ίδιος ο όρος περιγράφει την «υπερβολική αύξηση του λίπους στο σώμα» σε επίπεδα εκτός του φυσιολογικού, περιγράφει δηλαδή μια μη υγιή κατάσταση. Είναι γνωστό ότι η υπερβολική αύξηση βάρους και λίπους σχετίζεται με την ανάπτυξη πολλών χρονίων νόσων, όπως η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης, η δυσλιπιδαιμία, η αποφρακτική υπνική άπνοια, η αρθρίτιδα, η κυκλοφορική ανεπάρκεια, η υπογονιμότητα, ακόμα και ο καρκίνος.

Η σχεδόν επιδημική αύξηση της παχυσαρκίας τις τελευταίες δεκαετίες παγκοσμίως (στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι σχεδόν το 60% του πληθυσμού έχει βάρος πάνω από το φυσιολογικό) οδήγησε τον Αμερικανικό Ιατρικό Σύλλογο (American Medical Association) το καλοκαίρι του 2013, στο ετήσιο συνέδριό του, να κατατάξει την παχυσαρκία στις χρόνιες νόσους, έτσι ώστε να παροτρύνει τους ιατρούς να αναγνωρίσουν τα παχύσαρκα άτομα έγκαιρα και να ωθήσει τις ασφαλιστικές εταιρείες να καλύψουν προγράμματα και θεραπείες που στοχεύουν στην απώλεια και διατήρηση ενός φυσιολογικού βάρους.


Η απόφαση αυτή προκάλεσε ποίκιλες αντιδράσεις, άλλες θετικές και άλλες αρνητικές. Ένας από τους κύριους λόγους αντίδρασης είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχουν καθαρά διαγνωστικά κριτήρια για την παχυσαρκία, όπως για άλλες νόσους. Έως σήμερα χρησιμοποιούμε σαν βασικό τρόπο κατάταξης του φυσιολογικού βάρους σταδιοποίησης της παχυσαρκίας τον δείκτη μάζας σώματος, τον οποίο υπολογίζουμε διαιρώντας το σωματικό βάρος με το τετράγωνο του ύψους (kg/m^2).


Η χρήση του δείκτη μάζας σώματος εμφανίζει όμως πολλά μειονεκτήματα, καθώς δεν μας δίνει πληροφορίες για την ποσότητα και την ποιότητα του λίπους. Συχνά βλέπουμε άτομα με ιδιαίτερα αυξημένο βάρος και δείκτη μάζας σώματος τα οποία είναι «μεταβολικά υγιή», έχουν δηλαδή φυσιολογική αρτηριακή πίεση, λιπίδια και σάκχαρο. Η παρατήρηση αυτή οδήγησε στην περαιτέρω έρευνα των παραγόντων που φαίνεται να αυξάνουν την νοσογόνο δράση του λίπους. Ένας βασικός παράγοντας που αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο μεταβολικών επιπλοκών είναι η περιοχή συσσώρευσης λίπους στο σώμα.


Πράγματι, το λίπος που συσσωρεύεται στην κοιλιά και ιδιαίτερα ενδοκοιλιακά και στα μεγάλα όργανα της κοιλιάς, όπως το ήπαρ και το πάγκρεας είναι «τοξικό» για τον οργανισμό, καθώς οδηγεί σε μια κατάσταση χρόνιας φλεγμονής στο σώμα με την παραγωγή ορμονών από τα κύτταρα του λίπους που συμβάλλουν στην αύξηση της αρτηριακής πίεσης, των λιπιδίων στο αίμα και σε αντίσταση στην δράση της ινσουλίνης, το αρχικό στάδιο του σακχαρώδους διαβήτη τύπου.


Αντίθετα, τα κύτταρα του λίπους που αποθηκεύεται στο υποδόριο, κάτω από το δέρμα δηλαδή (και συνήθως συσσωρεύεται στους γοφούς και στα πόδια) φαίνεται να είναι πιο υγιή, και διατηρούν την δυνατότητα να πολλαπλασιάζονται σε αριθμό και όχι σε μέγεθος, προκαλώντας έτσι μικρότερο στρες στο κύτταρο και πολύ μικρότερη παραγωγή λιποκινών και κυτοκινών.


Η παρατήρηση λοιπόν ότι τα υπέρβαρα και παχύσαρκα άτομα με σωματότυπο σχήματος «αχλαδιού» είναι πιο υγιή μεταβολικά σε σχέση με τα άτομα με σωματότυπο σχήματος «μήλου», επιβεβαιώνεται και με τη βασική έρευνα.


Είναι όμως εντελώς αθώο το λίπος αυτό; Ή υπάρχει κάποιο όριο πάνω από το οποίο οποιαδήποτε συσσώρευση λίπους είναι βλαπτική για τον οργανισμό; Νέες μελέτες έρχονται να δείξουν ότι οποιαδήποτε αύξηση βάρους πάνω από το φυσιολογικό επηρεάζει την θνησιμότητα και θνητότητα σε βάθος χρόνου. Πρόσφατα ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα μιας μετα-ανάλυσης 12 μελετών που παρακολούθησαν συνολικά 60.000 άτομα σε βάθος 10 περίπου χρόνων.

Το 10% περίπου αυτών ήταν μεταβολικά «υγιείς» παχύσαρκοι. Παρόλο που τα άτομα αυτά στην αρχή είχαν φυσιολογική αρτηριακή πίεση, χοληστερίνη και σάκχαρο, εμφάνισαν 24% αυξημένη πιθανότητα καρδιαγγειακών συμβαμάτων καθώς και θανάτου από οποιαδήποτε αιτία.

Μια άλλη μελέτη που ανακοινώθηκε μέσα στο 2013 έδειξε ότι ο φαινότυπος του «μεταβολικά υγιούς παχύσαρκου» υπάρχει, αλλά είναι μάλλον μια προσωρινή κατάσταση- αν η παχυσαρκία παραμείνει για χρόνια, τότε θα φανούν οι επιπλοκές της στην υγεία.

Η μελέτη παρακολούθησε 4000 περίπου άτομα μέχρι 10 χρόνια και έδειξε ότι τα παχύσαρκα άτομα είχαν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη και μεταβολικών επιπλοκών. Ο κίνδυνος ήταν μικρότερος στους νέους παχύσαρκους (

Η παχυσαρκία έχει συσχετιστεί με νόσο εδώ και εκατοντάδες χρόνια. Ο ίδιος ο όρος περιγράφει την «υπερβολική αύξηση του λίπους στο σώμα» σε επίπεδα εκτός του φυσιολογικού, περιγράφει δηλαδή μια μη υγιή κατάσταση. Είναι γνωστό ότι η υπερβολική αύξηση βάρους και λίπους σχετίζεται με την ανάπτυξη πολλών χρονίων νόσων, όπως η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης, η δυσλιπιδαιμία, η αποφρακτική υπνική άπνοια, η αρθρίτιδα, η κυκλοφορική ανεπάρκεια, η υπογονιμότητα, ακόμα και ο καρκίνος.

Η σχεδόν επιδημική αύξηση της παχυσαρκίας τις τελευταίες δεκαετίες παγκοσμίως (στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι σχεδόν το 60% του πληθυσμού έχει βάρος πάνω από το φυσιολογικό) οδήγησε τον Αμερικανικό Ιατρικό Σύλλογο (American Medical Association) το καλοκαίρι του 2013, στο ετήσιο συνέδριό του, να κατατάξει την παχυσαρκία στις χρόνιες νόσους, έτσι ώστε να παροτρύνει τους ιατρούς να αναγνωρίσουν τα παχύσαρκα άτομα έγκαιρα και να ωθήσει τις ασφαλιστικές εταιρείες να καλύψουν προγράμματα και θεραπείες που στοχεύουν στην απώλεια και διατήρηση ενός φυσιολογικού βάρους.

Η απόφαση αυτή προκάλεσε ποίκιλες αντιδράσεις, άλλες θετικές και άλλες αρνητικές. Ένας από τους κύριους λόγους αντίδρασης είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχουν καθαρά διαγνωστικά κριτήρια για την παχυσαρκία, όπως για άλλες νόσους. Έως σήμερα χρησιμοποιούμε σαν βασικό τρόπο κατάταξης του φυσιολογικού βάρους σταδιοποίησης της παχυσαρκίας τον δείκτη μάζας σώματος, τον οποίο υπολογίζουμε διαιρώντας το σωματικό βάρος με το τετράγωνο του ύψους (kg/m^2).

Η χρήση του δείκτη μάζας σώματος εμφανίζει όμως πολλά μειονεκτήματα, καθώς δεν μας δίνει πληροφορίες για την ποσότητα και την ποιότητα του λίπους. Συχνά βλέπουμε άτομα με ιδιαίτερα αυξημένο βάρος και δείκτη μάζας σώματος τα οποία είναι «μεταβολικά υγιή», έχουν δηλαδή φυσιολογική αρτηριακή πίεση, λιπίδια και σάκχαρο. Η παρατήρηση αυτή οδήγησε στην περαιτέρω έρευνα των παραγόντων που φαίνεται να αυξάνουν την νοσογόνο δράση του λίπους. Ένας βασικός παράγοντας που αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο μεταβολικών επιπλοκών είναι η περιοχή συσσώρευσης λίπους στο σώμα.

Πράγματι, το λίπος που συσσωρεύεται στην κοιλιά και ιδιαίτερα ενδοκοιλιακά και στα μεγάλα όργανα της κοιλιάς, όπως το ήπαρ και το πάγκρεας είναι «τοξικό» για τον οργανισμό, καθώς οδηγεί σε μια κατάσταση χρόνιας φλεγμονής στο σώμα με την παραγωγή ορμονών από τα κύτταρα του λίπους που συμβάλλουν στην αύξηση της αρτηριακής πίεσης, των λιπιδίων στο αίμα και σε αντίσταση στην δράση της ινσουλίνης, το αρχικό στάδιο του σακχαρώδους διαβήτη τύπου.

Αντίθετα, τα κύτταρα του λίπους που αποθηκεύεται στο υποδόριο, κάτω από το δέρμα δηλαδή (και συνήθως συσσωρεύεται στους γοφούς και στα πόδια) φαίνεται να είναι πιο υγιή, και διατηρούν την δυνατότητα να πολλαπλασιάζονται σε αριθμό και όχι σε μέγεθος, προκαλώντας έτσι μικρότερο στρες στο κύτταρο και πολύ μικρότερη παραγωγή λιποκινών και κυτοκινών.

Η παρατήρηση λοιπόν ότι τα υπέρβαρα και παχύσαρκα άτομα με σωματότυπο σχήματος «αχλαδιού» είναι πιο υγιή μεταβολικά σε σχέση με τα άτομα με σωματότυπο σχήματος «μήλου», επιβεβαιώνεται και με τη βασική έρευνα.

Είναι όμως εντελώς αθώο το λίπος αυτό; Ή υπάρχει κάποιο όριο πάνω από το οποίο οποιαδήποτε συσσώρευση λίπους είναι βλαπτική για τον οργανισμό; Νέες μελέτες έρχονται να δείξουν ότι οποιαδήποτε αύξηση βάρους πάνω από το φυσιολογικό επηρεάζει την θνησιμότητα και θνητότητα σε βάθος χρόνου. Πρόσφατα ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα μιας μετα-ανάλυσης 12 μελετών που παρακολούθησαν συνολικά 60.000 άτομα σε βάθος 10 περίπου χρόνων.

Το 10% περίπου αυτών ήταν μεταβολικά «υγιείς» παχύσαρκοι. Παρόλο που τα άτομα αυτά στην αρχή είχαν φυσιολογική αρτηριακή πίεση, χοληστερίνη και σάκχαρο, εμφάνισαν 24% αυξημένη πιθανότητα καρδιαγγειακών συμβαμάτων καθώς και θανάτου από οποιαδήποτε αιτία.

Μια άλλη μελέτη που ανακοινώθηκε μέσα στο 2013 έδειξε ότι ο φαινότυπος του «μεταβολικά υγιούς παχύσαρκου» υπάρχει, αλλά είναι μάλλον μια προσωρινή κατάσταση- αν η παχυσαρκία παραμείνει για χρόνια, τότε θα φανούν οι επιπλοκές της στην υγεία.

Η μελέτη παρακολούθησε 4000 περίπου άτομα μέχρι 10 χρόνια και έδειξε ότι τα παχύσαρκα άτομα είχαν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη και μεταβολικών επιπλοκών. Ο κίνδυνος ήταν μικρότερος στους νέους παχύσαρκους (40>

Φαίνεται λοιπόν ότι η παχυσαρκία δεν είναι μια ομοιόμορφη κατάσταση, δεν επηρεάζει τον κάθε άνθρωπο με τον ίδιο τρόπο και κάθε παχύσαρκος δεν έχει τον ίδιο κίνδυνο ανάπτυξης νόσου. Η χρόνια όμως συσσώρευση λίπους είναι μια δυνητικά καταστροφική κατάσταση για το σώμα, καθώς κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τι επίδραση μπορεί να έχει στον οργανισμό. Η έννοια του «υγιούς παχύσαρκου» υπάρχει, αλλά φαίνεται ότι δεν πρέπει να μας καθησυχάζει, καθώς αυτό μπορεί να είναι απλά ένα στάδιο της «νόσου» και να αλλάξει με την πάροδο του χρόνου.

Η αντιμετώπιση κάθε υπέρβαρου ή παχύσαρκου ατόμου πρέπει να είναι εξατομικευμένη, αλλά ο στόχος πρέπει πάντα να είναι η διατήρηση του βάρους όσο το δυνατόν πιο κοντά στο φυσιολογικό, η μείωση της κοιλιακής παχυσαρκίας, η σωματική άσκηση, η σωστή διατροφή, η αποφυγή του καπνίσματος και η συχνή ιατρική παρακολούθηση, έτσι ώστε να μειώσουμε τον κίνδυνο των επιπλοκών.
Παρασκευή Μεντζελοπούλου, Ενδοκρινολόγος - Διαβητολόγος

Διαβάστε επίσης
Οι «υγιείς υπέρβαροι» και τα κύτταρά τους