Παχυσαρκία: Οι θερμίδες ή η έλλειψη άσκησης είναι ο βασικός ένοχος;
Η παχυσαρκία αποτελεί παγκόσμια επιδημία, ιδιαίτερα στις βιομηχανικές χώρες, και αποτελεί μια από τις κύριες αιτίες ασθενειών και κακής γενικής υγείας.

Υπάρχει ωστόσο διαμάχη σχετικά με το αν η κύρια αιτία της παχυσαρκίας είναι η διατροφή ή η έλλειψη άσκησης.
Οι θερμίδες που παίρνει κάποιος από τις τροφές, πρέπει να χρησιμοποιούνται ως ενέργεια, είτε μέσω σωματικής δραστηριότητας είτε μέσω βασικής δραστηριότητας, δηλαδή των εγγενών διαδικασιών του σώματος που χρησιμοποιούν ενέργεια, όπως είναι η αναπνοή ή η πέψη των τροφών.
Στην παχυσαρκία, δεν είναι σαφές εάν καταναλώνονται πολλές θερμίδες για κανονική δραστηριότητα ή εάν δεν υπάρχει αρκετή δραστηριότητα για να καταναλωθεί μια λογική ποσότητα θερμίδων.
Νέα μελέτη επικεντρώνεται στο πρόβλημα της διατροφής έναντι της άσκησης. Η Amanda McGrosky και οι συνεργάτες της ανέλυσαν δεδομένα από 4.213 ενήλικες 18 έως 60 ετών, από 34 πληθυσμούς σε έξι ηπείρους.
Το δείγμα είναι εντυπωσιακά ποικιλόμορφο και καλύπτει άτομα από όλες τις κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες (τροφοσυλλέκτες, κτηνοτρόφους, αγρότες και κατοίκους βιομηχανικών πόλεων). Αυτό περιλαμβάνει άτομα με ένα ευρύ φάσμα διατροφών και επιπέδων δραστηριότητας.
Οι ερευνητές εξέτασαν τη συνολική ενεργειακή δαπάνη (TEE), την ενεργειακή δαπάνη δραστηριότητας (AEE), τη βασική ενεργειακή δαπάνη (BEE) και δύο δείκτες παχυσαρκίας: το ποσοστό σωματικού λίπους και τον δείκτη μάζας σώματος (BMI). Η ενεργειακή δαπάνη δραστηριότητας είναι η ενέργεια που καταναλώνεται από την άσκηση και υπολογίζεται αφαιρώντας τη βασική ενεργειακή δαπάνη από τη συνολική ενεργειακή δαπάνη.
Τα αποτελέσματα κατηγοριοποιήθηκαν με βάση το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης, χρησιμοποιώντας τον Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης (HDI) του ΟΗΕ, λόγω των γενικών διαφορών στον τρόπο ζωής και τη διατροφή μεταξύ των ομάδων σε διαφορετικά επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης.

Τα αποτελέσματα έδειξαν αρχικά ότι η συνολική ενεργειακή δαπάνη, η ενεργειακή δαπάνη δραστηριότητας και η βασική ενεργειακή δαπάνη, ήταν υψηλότερες στους πιο αναπτυγμένους πληθυσμούς. Το ίδιο ίσχυε και για τη σωματική μάζα, τον Δείκτη Μάζας Σώματος και το σωματικό λίπος, πράγμα που σημαίνει ότι η παχυσαρκία ήταν πιο διαδεδομένη σε οικονομικά πιο αναπτυγμένες χώρες, αλλά φάνηκε ότι καταναλώνουν επίσης περισσότερη ενέργεια συνολικά. Δεν είναι όμως αυτή η συνολική εικόνα.
Οι ερευνητές αναγνώρισαν ότι το μέγεθος του σώματος γενικά, όπως το ύψος, ήταν συνολικά μεγαλύτερο στις βιομηχανικές περιοχές. Υπάρχουν επίσης διακυμάνσεις στο βάρος και την κατανάλωση ενέργειας λόγω της ηλικίας και του φύλου.
Διαπίστωσαν ότι η συνολική ενεργειακή δαπάνη σχετίζεται μόνο ασθενώς με την παχυσαρκία, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 10% της αυξημένης συχνότητας της παχυσαρκίας σε οικονομικά πιο αναπτυγμένες χώρες. Αντ' αυτού, υποδεικνύουν ότι η ευθύνη βαρύνει την υψηλότερη κατανάλωση υπερ-επεξεργασμένων τροφίμων (UPF), όπως τα επεξεργασμένα κρέατα, τα έτοιμα γεύματα και τα σνακ κέικ, σημειώνοντας ότι «το ποσοστό των υπερεπεξεργασμένων τροφίμων στη διατροφή, συσχετίζεται θετικά με το ποσοστό σωματικού λίπους».
Παρά το γεγονός ότι η άσκηση δεν είναι ο κύριος παράγοντας της παχυσαρκίας, οι συγγραφείς της μελέτης ενθαρρύνουν την τακτική άσκηση, καθώς εξακολουθεί να είναι γνωστό ότι είναι καθοριστική για την πρόληψη ασθενειών και την καλύτερη ψυχική υγεία.
Η μελέτη υπογραμμίζει επίσης την ανάγκη να δοθεί έμφαση στη μείωση των θερμίδων από τα πολύ επεξεργασμένα τρόφιμα, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κρίση της παχυσαρκίας, αλλά και να συνεχιστεί η μελέτη των παραγόντων που οδηγούν στην παχυσαρκία, καθώς τα υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα φαίνεται να επηρεάζουν τον οργανισμό με μοναδικούς τρόπους
«Η υπερβολική γευστικότητα, η ενεργειακή πυκνότητα, η θρεπτική σύνθεση και η εμφάνιση των υπερεπεξεργασμένων τροφίμων, ενδέχεται να διαταράσσουν τα σήματα κορεσμού και να ενθαρρύνουν την υπερκατανάλωση. Έχει επίσης αποδειχθεί ότι η επεξεργασία αυξάνει το ποσοστό των θερμίδων που καταναλώνονται και απορροφώνται από τον οργανισμό αντί να αποβάλλονται», καταλήγουν οι ερευνητές.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Proceedings of the National Academy of Sciences.