Απώλεια βάρους: Γιατί κάποιοι έχουν καλύτερα αποτελέσματα με τα νέα φάρμακα - Οι κύριοι παράγοντες
Τις διακυμάνσεις βάρους μεταξύ των ατόμων που λαμβάνουν GLP-1 ή αγωνιστές του υποδοχέα του γλυκαγονόμορφου πεπτιδίου-1, των δημοφιλών φαρμάκων για τη διαχείριση του διαβήτη και την απώλεια βάρους, εξέτασαν οι ερευνητές.

Διαπίστωσαν ότι παράγοντες όπως η μακροχρόνια λήψη τέτοιων φαρμάκων -σεμαγλουτίδη ή τιρζεπατίδη-, η μεγαλύτερη έκθεση σε GLP-1 και η απουσία διαβήτη, μπορεί να αυξάνουν τις πιθανότητες κάποιοι να επιτύχουν απώλεια βάρους από τη λήψη τους.
Τι επηρεάζει την αποτελεσματικότητα των GLP-1;
Στην έρευνα συμμετείχαν 679 υπέρβαροι ή παχύσαρκοι, όπως προσδιορίστηκε από τον δείκτη μάζας σώματος (BMI).
Κάποιοι είχαν επίσης διαβήτη τύπου 2. Όλοι οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν για τουλάχιστον τρεις μήνες και υποβλήθηκαν σε τουλάχιστον τρεις μετρήσεις βάρους.
Οι ερευνητές είχαν στη διάθεσή τους δεδομένα των συμμετεχόντων, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως η σωματική σύνθεση και οι μετρήσεις της ηπατικής και νεφρικής λειτουργίας. Τα δεδομένα αφορούσαν τη θεραπεία με επτά διαφορετικά GLP-1, συμπεριλαμβανομένων των σεμαγλουτίδης, λιραγλουτίδης και λιξισενατίδης.
Οι ερευνητές χώρισαν τους συμμετέχοντες σε τρεις ομάδες: εκείνους που έχασαν βάρος με επιτυχία, εκείνους που διατήρησαν το ίδιο βάρος και εκείνους που ξαναπήραν βάρος. Στις αναλύσεις τους, ταξινόμησαν τους συμμετέχοντες σε εκείνους που πέτυχαν ή δεν πέτυχαν μείωση βάρους. Η κατηγορία των μη επιτυχημένων περιλάμβανε τόσο την ανάκτηση βάρους όσο και τη διατήρηση του ίδιου βάρους.
Οι αναλύσεις έγιναν στους τρεις και στους έξι μήνες και στη συνέχεια στο ένα έτος. Η μέση ηλικία των συμμετεχόντων ήταν 37 ετών και περίπου το 21% από αυτούς είχαν διαβήτη.
Όσοι είχαν λάβει GLP-1 για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, είχαν περισσότερες πιθανότητες να επιτύχουν μείωση βάρους στους 6 και 12 μήνες. Στους 3 και 6 μήνες, οι συμμετέχοντες που πέτυχαν μείωση βάρους είχαν επίσης λιγότερες πιθανότητες να έχουν διαβήτη και περισσότερες πιθανότητες να ξεκινήσουν τη θεραπεία τους με σεμαγλουτίδη.
Στο διάστημα παρακολούθησης τριών μηνών, οι συμμετέχοντες που ξαναπήραν βάρος, είχαν υψηλότερους εκτιμώμενους ρυθμούς σπειραματικής διήθησης, οι οποίοι μετρούν τη νεφρική λειτουργία. Αυτό ίσχυε και όταν εξετάζονταν μόνο οι συμμετέχοντες με προδιαβήτη.
Οι συγγραφείς σημειώνουν ότι τα άτομα με παχυσαρκία μπορούν να παρουσιάσουν υψηλότερους ρυθμούς σπειραματικής διήθησης, οι οποίοι μπορούν στη συνέχεια να οδηγήσουν σε επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας.
Παρατήρησαν επίσης ότι όσοι παρέμειναν σταθεροί, είχαν υψηλότερα επίπεδα γλυκόζης νηστείας από τις άλλες ομάδες και χειρότερη λειτουργία των β-κυττάρων και αντίσταση στην ινσουλίνη από τους συμμετέχοντες που έχασαν επιτυχώς βάρος.

Γιατί κάποιοι άνθρωποι χάνουν περισσότερο βάρος με τα GLP-1;
Οι ερευνητές εντόπισαν διάφορους παράγοντες που μπορεί να σχετίζονται με την επιτυχή απώλεια βάρους. Αυτοί περιλάμβαναν το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα θεραπείας με GLP-1, τη χρήση σεμαγλουτίδης, τα χαμηλότερα επίπεδα σακχάρου στο αίμα και το υψηλότερο ποσοστό σωματικού λίπους.
Παρατήρησαν επίσης ότι τα υψηλότερα επίπεδα της αξιολόγησης του μοντέλου ομοιόστασης της λειτουργίας των β-κυττάρων, η οποία βοηθά στη μέτρηση της λειτουργίας των β-κυττάρων στο πάγκρεας και της αντίστασης στην ινσουλίνη, συσχετίζονταν με επιτυχή μείωση του βάρους.
Στις γυναίκες, η χαμηλότερη μυϊκή μάζα συσχετίστηκε επίσης με την επιτυχή μείωση του βάρους.
Αφού συνυπολογίστηκε η ηλικία, το φύλο και ο ΔΜΣ, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όσο περισσότερο οι συμμετέχοντες χρησιμοποιούσαν τα GLP-1, τόσο περισσότερο έχαναν επιτυχώς βάρος σε όλα τα χρονικά σημεία παρακολούθησης. Στους τρεις και έξι μήνες, η έναρξη της θεραπείας με σεμαγλουτίδη, συσχετίστηκε με την επιτυχή απώλεια βάρους, σε σύγκριση με άλλα GLP-1,.
Στους άνδρες, το ποσοστό σωματικού λίπους άνω του 30% συσχετίστηκε με επιτυχή μείωση βάρους στους τρεις μήνες, αλλά αυτό δεν ίσχυε για τις γυναίκες. Στους τρεις μήνες, η απουσία διαβήτη και τα επίπεδα αιμοσφαιρίνης A1C συσχετίστηκαν με επιτυχή απώλεια βάρους.
Οι αναλύσεις υποομάδων αποκάλυψαν επίσης ότι η μεγαλύτερη έκθεση σε σεμαγλουτίδη ή λιραγλουτίδη συσχετίστηκε με την επιτυχή μείωση βάρους. Μετά από τρεις μήνες, οι χρήστες λιραγλουτίδης και σεμαγλουτίδης με επιτυχή μείωση βάρους, είχαν υψηλότερα επίπεδα γλυκόζης νηστείας.
Για τους άνδρες που έλαβαν σεμαγλουτίδη, το υψηλότερο ποσοστό σωματικού λίπους συσχετίστηκε με την επιτυχή απώλεια βάρους μετά από έξι μήνες παρακολούθησης.

Πώς επηρεάζει τα αποτελέσματα η διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής
Οι ερευνητές τονίζουν ότι η μελέτη είχε αρκετούς περιορισμούς, όπως το μικρό μέγεθος του δείγματος και ο ακόμη μικρότερος αριθμός συμμετεχόντων που έλαβαν τα φάρμακα καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου παρακολούθησης των 12 μηνών. Αυτή η μελέτη δεν διερευνά τις επιπτώσεις της διακοπής της θεραπείας, ένα κρίσιμο ζήτημα, δεδομένου ότι υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν σημαντική επαναπρόσληψη βάρους σε πολλά άτομα μετά τη διακοπή της θεραπείας με GLP-1, ακόμη και με συνεχιζόμενες αλλαγές στον τρόπο ζωής.
Επίσης, δεν περιλαμβάνει την τιρζεπατίδη, η οποία, αν και δεν είναι αποκλειστικά GLP-1, παρουσιάζει επί του παρόντος ακόμη πιο ελπιδοφόρα δεδομένα για την απώλεια βάρους από τη σεμαγλουτίδη σε αρκετές μελέτες.
Απαιτείται περισσότερη έρευνα για να εξεταστούν κάποια στοιχεία της μελέτης, όπως οι διαφορές στην απώλεια βάρους για άτομα με διαβήτη σε σύγκριση με άτομα χωρίς διαβήτη, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο επηρεάζει την απώλεια βάρους η λειτουργία των νεφρών.
Οι συγγραφείς της μελέτης σημειώνουν ότι τα δεδομένα θα μπορούσαν να συμβάλουν στη χρήση των GLP-1 με μεγαλύτερη ακρίβεια για τη βελτίωση των ποσοστών επιτυχίας που σχετίζεται με αυτά τα φάρμακα.
Η μελέτη υπογραμμίζει την ανάγκη εξατομικευμένης προσέγγισης στη χρήση των φαρμάκων GLP-1. Μια προσέγγιση που προσδιορίζει σημαντικούς φυσιολογικούς δείκτες πριν από την έναρξη του θεραπευτικού σχήματος, παρακολουθεί την ανταπόκριση του ασθενούς με την πάροδο του χρόνου και επικεντρώνεται στη μακροπρόθεσμη επιτυχία.
Υπογραμμίζει επίσης τη σημασία της προσεκτικής κλινικής επιτήρησης όταν οι άνθρωποι χρησιμοποιούν GLP-1.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Diabetes, Obesity and Metabolism.