Ορμονοθεραπεία στην εμμηνόπαυση: Τι ισχύει για την προστασία από κατάγματα και άλλες παθήσεις
Κατά τη διάρκεια της εμμηνόπαυσης, όλες οι γυναίκες βιώνουν πτώση των ορμονών, ιδίως των οιστρογόνων. Αυτό μπορεί να προκαλέσει μια σειρά προβλημάτων σωματικής και ψυχικής υγείας που απαιτούν τη χρήση θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης.

Η έλλειψη οιστρογόνων στις γυναίκες, προκαλεί επίσης εξασθένιση των οστών που σχετίζεται με την ηλικία.
Προηγούμενες μελέτες έχουν επιβεβαιώσει τον προστατευτικό ρόλο των οιστρογόνων στις θεραπείες ορμονικής υποκατάστασης, η χρήση των οποίων μειώνει τον κίνδυνο κατάγματος.
Η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης συνδέεται όμως και με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του μαστού και θρόμβων αίματος, επομένως πρέπει να αποφεύγεται η μακροχρόνια χρήση της.
Για τις γυναίκες επομένως που ακολουθούν τέτοια θεραπεία για να αντισταθμίσουν την αυξανόμενη ευθραυστότητα των οστών, είναι σημαντικό να γνωρίζουν την ισχύ και τη διάρκεια οποιουδήποτε προστατευτικού αποτελέσματος μετά τη διακοπή της θεραπείας.
Μια νέα μελέτη διαπίστωσε ότι η προστασία από τα κατάγματα των οστών που λαμβάνουν οι γυναίκες από την ορμονοθεραπεία στην εμμηνόπαυση, εξαφανίζεται εντός ενός έτους από τη διακοπή της θεραπείας.
Η νέα μελέτη διαπίστωσε επίσης ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, η διακοπή της θεραπείας ακολουθείται από μερικά χρόνια αυξημένου κινδύνου καταγμάτων σε σύγκριση με τις γυναίκες που δεν έχουν χρησιμοποιήσει ποτέ ορμόνες. Στη συνέχεια, ο κίνδυνος κατάγματος μειώνεται σε επίπεδα παρόμοια με αυτά των γυναικών που δεν έχουν χρησιμοποιήσει ποτέ ορμόνες και κατόπιν σε επίπεδα χαμηλότερα από αυτά.
Στη νέα μελέτη, οι ειδικοί χρησιμοποίησαν δεδομένα για 6.000.000 γυναίκες από περίπου 2.000 ιατρεία γενικής ιατρικής στο Ηνωμένο Βασίλειο, τα οποία τους επέτρεψαν να παρακολουθήσουν τα επίπεδα κινδύνου κατάγματος για έως και 25 χρόνια.
Οι ερευνητές εντόπισαν όλες τις γυναίκες με ιστορικό πρώτου κατάγματος και τις αντιστοίχισαν με έναν αριθμό γυναικών της ίδιας ηλικίας και από το ίδιο ιατρείο, αλλά χωρίς ιστορικό κατάγματος (ομάδα ελέγχου). Στη συνέχεια, συνέκριναν τη χρήση θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης στις περιπτώσεις πριν από το κάταγμα με τη χρήση θεραπείας στην ομάδα ελέγχου.

Η Δρ. Yana Vinogradova από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Νότινγκαμ και κύρια συγγραφέας της μελέτης, δήλωσε: «Τα ευρήματα της μελέτης μας επιβεβαίωσαν ότι οι γυναίκες που λαμβάνουν θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης παρουσιάζουν προοδευτικά μειωμένο κίνδυνο κατάγματος σε σύγκριση με τις γυναίκες που δεν λαμβάνουν ανάλογη θεραπεία. Ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι παρατηρήσαμε επίσης ένα σαφές μοτίβο αλλαγής του κινδύνου μετά τη διακοπή της θεραπείας. Για τις περισσότερες γυναίκες, η προστατευτική επίδραση της θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης στα οστά εξαφανίζεται εντελώς εντός περίπου ενός έτους από τη διακοπή της θεραπείας, και στη συνέχεια ο κίνδυνος κατάγματος αυξάνεται σε σύγκριση με τις γυναίκες που δεν έχουν χρησιμοποιήσει ποτέ ορμονοθεραπεία, φτάνοντας στο αποκορύφωμά του μετά από περίπου τρία χρόνια. Μετά αρχίζει να μειώνεται και γίνεται ξανά ισοδύναμος με τις γυναίκες που δεν έχουν χρησιμοποιήσει ποτέ ορμόνες -περίπου 10 χρόνια μετά τη διακοπή- και στη συνέχεια συνεχίσει να μειώνεται σε σχέση με τις γυναίκες που δεν έχουν χρησιμοποιήσει ποτέ ορμόνες. Έτσι, ακόμη και μετά τη διακοπή της ορμονοθεραπείας, οι γυναίκες θα πρέπει να επωφελούνται από σημαντικά μειωμένο κίνδυνο κατάγματος στις επόμενες δεκαετίες της ζωής τους».
Αυτό το παρατηρούμενο μοτίβο κινδύνου ήταν το ίδιο για όλες τις ορμονοθεραπείες της εμμηνόπαυσης, αλλά το επίπεδο του υπερβολικού κινδύνου εξαρτιόταν από τον τύπο της θεραπείας και τη διάρκεια της προηγούμενης χρήσης ορμονών.
«Η συγκριτική απεικόνιση των παρατηρούμενων μοτίβων κινδύνου κατάγματος για βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη χρήση μπορεί να βοηθήσει τους γιατρούς και τους ασθενείς κατά την επιλογή θεραπείας με ορμόνες και να εξετάσουν πώς μπορεί να αλλάξει ο κίνδυνος κατάγματος μετά τη διακοπή της χρήσης ορμονοθεραπείας. Η πρόβλεψη περιόδων αυξημένου κινδύνου μπορεί να ωθήσει τους γιατρούς να ελέγξουν την υγεία των οστών των ασθενών κατά τη διακοπή της θεραπείας, ιδίως για τις ασθενείς που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο λόγω άλλων παραγόντων κινδύνου κατάγματος, όπως το κάπνισμα ή η απουσία σωματικής δραστηριότητας. Αυτά τα νέα ευρήματα μπορεί επίσης να αποτελέσουν χρήσιμο κίνητρο για περαιτέρω κλινική και βιολογική έρευνα σχετικά με αυτές τις θεραπείες», προσθέτει η Δρ. Vinogradova.
Η νέα μελέτη δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Lancet Healthy Longevity.