Από τι κινδυνεύουν όσοι βιώνουν παρατεταμένη θλίψη
Η θλίψη που βιώνουμε για την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, είναι μια φυσιολογική αντίδραση, ένα αναπόφευκτο μέρος της ζωής.

Για κάποιους ανθρώπους ωστόσο, η θλίψη είναι τόσο συντριπτική που μπορεί να προκαλέσει σωματικές και ψυχικές παθήσεις, ακόμη και αν δεν πληρούν απαραίτητα τα κριτήρια για τη διάγνωση ψυχικής διαταραχής λόγω παρατεταμένης θλίψης.
Για παράδειγμα, μελέτες έχουν δείξει ότι τα άτομα που έχασαν πρόσφατα ένα αγαπημένο πρόσωπο, χρησιμοποιούν πιο συχνά τις υπηρεσίες υγείας και έχουν αυξημένο ποσοστό θνησιμότητας σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.
Τώρα, ερευνητές από τη Δανία έδειξαν ότι όσοι βιώνουν έντονο και παρατεταμένο πένθος, χρησιμοποιούσαν περισσότερο τις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης και έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να πεθάνουν εντός 10 ετών.
«Αυτή είναι η πρώτη μελέτη που διερευνά τη μακροχρόνια χρήση υπηρεσιών υγείας και τα πρότυπα θνησιμότητας κατά τη διάρκεια μιας δεκαετίας μετά τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου σε μια μεγάλης κλίμακας ομάδα», δήλωσε η Δρ. Mette Kjærgaard Nielsen, ερευνήτρια στη Μονάδα Έρευνας για τη Γενική Ιατρική στο Aarhus της Δανίας και συντάκτρια της μελέτης.
Η Nielsen και οι συνεργάτες της είχαν εντοπίσει προηγουμένως τις αλλαγές στην ένταση των συμπτωμάτων πένθους κατά τα πρώτα τρία χρόνια μετά την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου με βάση το ερωτηματολόγιο «Prolonged Grief-13» (παρατεταμένη θλίψη-13), το οποίο αξιολογεί τα συμπτώματα μέσω 13 ερωτήσεων.
Τώρα οι ερευνητές επέκτειναν την παρακολούθηση των συμμετεχόντων για συνολικά 10 χρόνια μέχρι το 2022. Για να το κάνουν αυτό, χρησιμοποίησαν δεδομένα από το Δανικό Εθνικό Μητρώο Υγείας προκειμένου να αξιολογήσουν πόσο συχνά κάθε συμμετέχων λάμβανε ψυχοθεραπεία από γενικό γιατρό ή ειδικό, ή του συνταγογραφούνταν ψυχοτρόπα φάρμακα. Τα αρχεία του Δανικού Μητρώου Αιτιών Θανάτου παρείχαν πληροφορίες για θανάτους από οποιαδήποτε αιτία.
Διαπίστωσαν υψηλή θνησιμότητα καθ' όλη τη διάρκεια των 10 ετών παρακολούθησης.

Ποια μπορεί να είναι η φυσιολογική αιτία της υπερβολικής θνησιμότητας; Οι ερευνητές δεν είναι ακόμα σίγουροι.
«Έχουμε διαπιστώσει στο παρελθόν μια σύνδεση μεταξύ υψηλών επιπέδων συμπτωμάτων θλίψης και υψηλότερων ποσοστών καρδιαγγειακών παθήσεων, προβλημάτων ψυχικής υγείας και ακόμη και αυτοκτονίας. Ωστόσο, η σχέση με τη θνησιμότητα πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω», δήλωσε η Nielsen.
Οι συγγραφείς επισημαίνουν ότι τα άτομα που βιώνουν έντονη θλίψη μπορούν να αναγνωριστούν έγκαιρα για παρέμβαση, καθώς τα δεδομένα έδειξαν ότι σε αυτούς τους ασθενείς συνταγογραφούνταν ψυχοτρόπα φάρμακα πιο συχνά, ακόμη και πριν βιώσουν την απώλεια αγαπημένου προσώπου.
«Όσοι ανήκαν στην ομάδα "υψηλής θλίψης" είχαν κατά μέσο όρο χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης, ενώ η συχνότερη χρήση φαρμάκων πριν από την απώλεια, υποδηλώνει ότι είχαν σημάδια ψυχικής ευπάθειας, τα οποία μπορεί να προκαλέσουν μεγαλύτερη δυσφορία κατά την απώλεια», δήλωσε η Nielsen.
«Ένας γενικός γιατρός θα μπορούσε να αναζητήσει προηγούμενα σημάδια κατάθλιψης και άλλων σοβαρών ψυχικών διαταραχών. Στη συνέχεια, μπορεί να προσφέρει σε αυτούς τους ασθενείς εξατομικευμένη παρακολούθηση στο ιατρείο του ή να τους παραπέμψει σε ψυχίατρο», προτείνει η Nielsen.
Τα ευρήματα δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Frontiers in Public Health.