ΥΓΕΙΑ

Αβοκάντο: Γιατί βοηθά στον έλεγχο του σακχάρου

Σινάνη Αικατερίνη

Ο διαβήτης τύπου 2 επηρεάζει το 10,5% του παγκόσμιου ενήλικου πληθυσμού, πάνω από το 50% των οποίων δεν γνωρίζουν ότι ζουν με την πάθηση.

Αβοκάντο: Γιατί βοηθά στον έλεγχο του σακχάρου

Τις τελευταίες δεκαετίες, ο επιπολασμός της πάθησης έχει αυξηθεί σημαντικά, ειδικά στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Η Διεθνής Ομοσπονδία Διαβήτη (IDF) προβλέπει ότι ο παγκόσμιος επιπολασμός του διαβήτη τύπου 2 θα αυξηθεί κατά 46% έως το 2045, που σημαίνει ότι θα επηρεάσει περίπου 783 εκατομμύρια ενήλικες παγκοσμίως.

Οι άνθρωποι που ζουν με διαβήτη τύπου 2 κινδυνεύουν με συννοσηρότητες, όπως είναι η παχυσαρκία, οι καρδιακές και καρδιαγγειακές παθήσεις, οι διαταραχές ύπνου, η δυσλιπιδαιμία, η υπέρταση και ο καρκίνος.

Οι συννοσηρότητες συχνά προκύπτουν από τον ανεπαρκή γλυκαιμικό έλεγχο και επηρεάζουν σοβαρά την ποιότητα ζωής και την καθημερινή λειτουργία του ατόμου.

Έρευνες έχουν προσδιορίσει τη διατροφή, τον ύπνο και την άσκηση ως τις καλύτερες μη φαρμακολογικές παρεμβάσεις για την αποτροπή ή την καθυστέρηση της εμφάνισης και της εξέλιξης του διαβήτη τύπου 2. Η διαχείριση του βάρους και οι διατροφικές παρεμβάσεις θεωρούνται πολύ σημαντικές λόγω των άμεσων επιδράσεών τους στη γλυκαιμική ρύθμιση.

Οι περισσότερες έρευνες για τη διατροφή έχουν εστιάσει στην επίδραση της «υγιεινής διατροφής» και των θρεπτικών συστατικών της, είτε πρόκειται για συστατικά που καταναλώνονται μεμονωμένα είτε για πλήρη γεύματα που περιλαμβάνουν πολλά και διαφορετικά τρόφιμα.

Λίγες είναι ωστόσο οι έρευνες για το ρόλο των ρυθμιστών της εντερικής μικροχλωρίδας.

Προηγούμενη μελέτη των επιστημόνων που υπογράφουν τη νέα έρευνα, έδειξε ότι οι αλληλεπιδράσεις αβοκάντο-γλυκαιμίας είχαν επίδραση στη μεταβολική υγεία των συμμετεχόντων, υποδηλώνοντας ότι τα αποτελέσματα μπορεί να διαφέρουν σημαντικά από άτομο σε άτομο. Τα αβοκάντο είναι πλούσια σε φυτικές ίνες και μονοακόρεστα λιπαρά οξέα, τα οποία συμβάλλουν στην ομοιόσταση της γλυκόζης και την καλύτερη διαχείριση του διαβήτη.

Στην παρούσα μελέτη, οι ερευνητές αξιολογούν τη σχέση μεταξύ της κατανάλωσης αβοκάντο και του κινδύνου διαβήτη τύπου 2. Χρησιμοποιήθηκαν αρκετές μεταβολομικές εξετάσεις για να προσδιοριστεί εάν η συνήθης πρόσληψη αβοκάντο και οι σχετικοί μεταβολίτες του μπορούν να μειώσουν τα επίπεδα γλυκόζης νηστείας και ινσουλίνης, μειώνοντας έτσι τον κίνδυνο διαβήτη τύπου 2.

Ο πληθυσμός της μελέτης προήλθε από τη συνεχιζόμενη Πολυεθνική Μελέτη Αθηροσκλήρωσης (MESA), η οποία περιελάμβανε 6.814 ενήλικες ηλικίας 45-84 ετών που στρατολογήθηκαν μεταξύ 2000 και 2002 από έξι περιοχές στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Τα κριτήρια συμπερίληψης περιελάμβαναν την απουσία καρδιαγγειακής νόσου κατά την έναρξη της μελέτης.

Η συλλογή διατροφικών δεδομένων πραγματοποιήθηκε με τη χρήση του ερωτηματολογίου MESA FFQ, το οποίο περιλαμβάνει τη συχνότητα και την ποσότητα πρόσληψης 120 ειδών διατροφής που στη συνέχεια κατηγοριοποιήθηκαν σε 47 ομάδες τροφίμων.

Χρησιμοποιήθηκαν επίσης δείγματα ορού νηστείας που συλλέχθηκαν κατά την αρχική αξιολόγηση για τη δημιουργία μεταβολικού προφίλ με τη χρήση αναλυτή πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού πρωτονίων (NMR).

Παρατηρήθηκαν μέτριες συσχετίσεις μεταξύ της κατανάλωσης αβοκάντο που αναφέρθηκε από τους συμμετέχοντες και της ινσουλίνης νηστείας.

Ωστόσο, αυτές οι συσχετίσεις δεν ήταν στατιστικά σημαντικές κατά τον έλεγχο του δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ). Τρία μεταβολικά φασματικά χαρακτηριστικά συσχετίζονται ισχυρά και σημαντικά με μειωμένους ρυθμούς γλυκόζης νηστείας και ινσουλίνης, τα οποία συνδυάστηκαν σε ένα βιοδείκτη του αβοκάντο.

Ο βιοδείκτης αυτός έδειξε ισχυρή και σημαντική συσχέτιση με μειωμένο κίνδυνο διαβήτη τύπου 2, ακόμη και όταν λήφθηκαν υπόψιν κοινωνικοδημογραφικοί παράγοντες, ανθρωπομετρικά στοιχεία, συμπεριφορές υγείας, συμπεριλαμβανομένου του καπνίσματος και της κατανάλωσης αλκοόλ, αλλά και ο Δείκτης Μάζας Σώματος.

Οι συμμετέχοντες με νορμογλυκαιμία εμφάνισαν ασθενέστερες συσχετίσεις με μειωμένα επίπεδα γλυκόζης και ινσουλίνης και κίνδυνο διαβήτη τύπου 2, σε σχέση με εκείνους με δυσγλυκαιμία.

Συνολικά, τα ευρήματα υποδηλώνουν διαφορές στο μικροβίωμα του εντέρου μεταξύ των ομάδων, οι οποίες θα μπορούσαν να αλλάξουν την επεξεργασία των τροφίμων και την πρόσληψη θρεπτικών συστατικών.

Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση The Journal of Nutrition.