ΥΓΕΙΑ

Διαλειμματική νηστεία: Πόσο βοηθά στη διατήρηση του βάρους

Σινάνη Αικατερίνη

Τρεις μήνες διαλειμματικής διατροφής, ανεξάρτητα από το χρονικό παράθυρο που επιλέγει κανείς, μπορεί να είναι μια πολλά υποσχόμενη στρατηγική για τη διατήρηση της μακροπρόθεσμης απώλειας βάρους σε υπέρβαρους ή παχύσαρκους ενήλικες.

Διαλειμματική νηστεία: Πόσο βοηθά στη διατήρηση του βάρους

Αυτό είναι το συμπέρασμα νέας μελέτης, η οποία διαπίστωσε ότι ο περιορισμός του χρόνου σίτισης σε οκτώ ώρες οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας για τρεις μήνες, μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική απώλεια βάρους για τουλάχιστον ένα έτος.

«Αυτά τα οφέλη μπορούν να αποδοθούν στο διάστημα νηστείας 16 ωρών και όχι στον χρόνο σίτισης», δήλωσε η κύρια συγγραφέας της μελέτης, Δρ. Alba Camacho-Cardenosa, από το Instituto de Investigación Biosanitaria de Granada, στη Γρανάδα της Ισπανίας.

Οι δίαιτες περιορισμένων θερμίδων είναι γνωστό ότι συμβάλλουν στην απώλεια βάρους και τη βελτίωση της καρδιομεταβολικής υγείας. Οι περισσότεροι δυσκολεύονται ωστόσο να τις ακολουθήσουν για μεγάλο διάστημα.

Η διαλειμματική νηστεία, η οποία περιορίζει το πότε, αλλά όχι το τι τρώνε οι άνθρωποι, είναι δημοφιλής δίαιτα που είναι πιο εύκολο να τηρηθεί μακροπρόθεσμα και να οδηγήσει σε διατήρηση του βάρους.

Προηγούμενη μελέτη της ίδια ερευνητικής ομάδας διαπίστωσε ότι η μείωση του χρόνου φαγητού από 12 ώρες ή περισσότερο σε οκτώ ώρες την ημέρα, μειώνει το σωματικό βάρος και βελτιώνει την καρδιομεταβολική υγεία. Ωστόσο, η επίδραση του χρόνου σίτισης στη μακροπρόθεσμη διατήρηση των οφελών παραμένει άγνωστη.

Οι ερευνητές παρακολούθησαν για 12 μήνες 99 υπέρβαρους και παχύσαρκους ενήλικες (50% γυναίκες, μέσης ηλικίας 49 ετών και μέσο ΔΜΣ 32 kg/m2) από τη Γρανάδα για να διερευνήσουν εάν η απώλεια βάρους που επιτεύχθηκε μετά από τρεις μήνες διαλειμματικής δίαιτας διατηρείται για 12 μήνες.

Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν τυχαία σε τέσσερις ομάδες για 12 εβδομάδες: σύνηθες χρονικό παράθυρο σίτισης (12 ώρες ή περισσότερο), οκτάωρο παράθυρο σίτισης που άνοιγε νωρίς (πριν τις 10:00), οκτάωρο παράθυρο σίτισης που άνοιγε αργά (μετά τις 13:00) και ελεύθερο παράθυρο σίτισης (επέτρεπε στους συμμετέχοντες να επιλέξουν το δικό τους οκτάωρο χρονικό διάστημα για φαγητό, το οποίο θα μπορούσε να βελτιώσει τη συμμόρφωση, την αποδοχή και την αποτελεσματικότητα). Όλες οι ομάδες συμμετείχαν επίσης σε ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης για τη μεσογειακή διατροφή, με σκοπό να τρώνε πιο υγιεινά.

Οι ερευνητές μέτρησαν το σωματικό βάρος, την περίμετρο της μέσης και των γοφών στην αρχή της δοκιμής, μετά την παρέμβαση των 12 εβδομάδων και 12 μήνες μετά το τέλος της παρέμβασης.

Μετά την παρέμβαση 12 εβδομάδων, η ομάδα που ακολουθούσε συνήθη διατροφή παρουσίασε μέση απώλεια βάρους −1,4 kg (−1,5%). Όλες οι ομάδες που έκαναν διαλειμματική διατροφή πέτυχαν σημαντικά μεγαλύτερη απώλεια βάρους από την ομάδα συνήθους διατροφής, με μέση απώλεια βάρους −4,2 kg (−4,5%) στην ομάδα πρώιμης έναρξης, −3,1 kg (−3,5%) στην ομάδα όψιμης έναρξης και −3,8 kg (−3,9%) στην ομάδα ελεύθερης επιλογής.

Επιπλέον, η ομάδα που ακολουθούσε συνήθη διατροφή είχε μικρότερη περιφέρεια μέσης (−1,1 cm) και περιφέρεια ισχίου (−1,4 cm) μετά από 12 εβδομάδες παρέμβασης. Συγκριτικά η ομάδα που «άνοιγε» νωρίς το παράθυρο σίτισης παρουσίασε σημαντικά μεγαλύτερη μείωση της περιφέρειας μέσης και ισχίου (μέσος όρος −4,1 cm και −4,6 cm, αντίστοιχα).

Όσοι ξεκινούσαν να τρώνε αργότερα πέτυχαν επίσης σημαντική μείωση της περιφέρειας της μέσης (μέσος όρος −4,1 cm), αλλά δεν υπήρξε σημαντική μείωση της περιφέρειας του ισχίου (μέσος όρος −3,2 cm).

Όλες οι ομάδες διατήρησαν μεγαλύτερη απώλεια βάρους σε σύγκριση με την ομάδα συνήθους διατροφής μετά από 12 μήνες

Δώδεκα μήνες μετά το τέλος της παρέμβασης, τα προκαταρκτικά αποτελέσματα έδειξαν ότι όσοι ακολουθούσαν συνήθη διατροφή είχαν μέση αύξηση σωματικού βάρους 0,4 kg (+0,5%), αύξησαν την περίμετρο της μέσης τους κατά +1,8 cm και την περίμετρο των γοφών κατά +0,03 cm.

Τόσο η ομάδα που άνοιγε το παράθυρο σίτισης νωρίς, όσο και η ομάδα όψιμης σίτισης διατήρησαν σημαντικά μεγαλύτερη απώλεια βάρους σε σύγκριση με την ομάδα [πυ ακολουθούσε συνήθη διατροφή (μέσος όρος −2,1% [−2,2 kg] και −2,0% [−2,0 kg] αντίστοιχα). Αν και δεν είναι στατιστικά σημαντικό, η ομάδα που επέλεξε την διαλειμματική νηστεία διατήρησε επίσης μεγαλύτερη απώλεια σωματικού βάρους σε σύγκριση με την ομάδα με συνήθη διατροφή (μέσος όρος −0,7% [−0,7 kg]).

Τόσο η περίμετρος της μέσης όσο και η περιφέρεια του ισχίου παρέμειναν σημαντικά χαμηλότερες στην ομάδα που άνοιξε το παράθυρο σίτισης αργά (μέσος όρος −5,6 cm και −3,4 cm αντίστοιχα) σε σύγκριση με την ομάδα που ακολουθούσε συνήθη διατροφή.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων διαλειμματικής νηστείας σε καμία μέτρηση, γεγονός που υποδηλώνει ότι η απλή παρέμβαση στον τρόπο ζωής για 3 μήνες μπορεί να αποτελεί μια αποτελεσματική μακροπρόθεσμη προσέγγιση για τη διατήρηση της απώλειας βάρους, ανεξάρτητα από το χρονικό παράθυρο σίτισης.

Δεν αναφέρθηκαν σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες κατά τη διάρκεια της παρέμβασης 12 εβδομάδων και μόνο πέντε συμμετέχοντες ανέφεραν ήπιες ανεπιθύμητες ενέργειες, οι οποίοι επέλεξαν να διακόψουν την παρέμβαση. Ένα άλλο σημαντικό εύρημα της μελέτης ήταν ότι η διαλειμματική δίαιτα έγινε καλά αποδεκτή από τους συμμετέχοντες, με ποσοστά συμμόρφωσης 85-88%.

«Αυτός ο τύπος διαλείπουσας νηστείας φαίνεται εφικτός για ενήλικες με υπερβολικό βάρος ή παχυσαρκία που επιθυμούν έναν σχετικά απλό τρόπο απώλειας και διατήρησης του βάρους, ο οποίος είναι λιγότερο κουραστικός και πιο αποδοτικός από την καθημερινή μέτρηση των θερμίδων, αλλά απαιτεί περαιτέρω έρευνα σε μεγαλύτερες και μακροπρόθεσμες μελέτες», δήλωσε ο Δρ. Jonatan R. Ruiz, συντονιστής της μελέτης του Πανεπιστημίου της Γρανάδας.

Τα ευρήματα παρουσιάστηκαν στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο για την Παχυσαρκία, που πραγματοποιείται στη Μάλαγα της Ισπανίας.