Υγεία καρδιάς: Δεν αρκεί η μείωση των λιπαρών και της ζάχαρης - Τι ανακάλυψαν οι ερευνητές
Τα τελευταία 20 χρόνια πολλοί ακολουθούν δίαιτες με λίγους υδατάνθρακες και λιπαρά προκειμένου να ωφελήσουν την υγεία τους, είτε μέσω της διαχείρισης του βάρους τους είτε βελτιώνοντας τα επίπεδα σακχάρου και χοληστερίνης.

Η επίδραση αυτών των διατροφικών προτύπων στη μείωση του κινδύνου καρδιακών παθήσεων, παραμένει θέμα συζήτησης.
Νέα μελέτη που παρακολούθησε σχεδόν 200.000 άτομα για αρκετές δεκαετίες, διαπίστωσε ότι η ποιότητα των τροφίμων έχει την ίδια σημασία με μια δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες ή λιπαρά, όσον αφορά την υγεία της καρδιάς. Τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι η επιλογή υγιεινών τροφίμων υψηλής ποιότητας είναι καθοριστική για την προστασία της καρδιάς.
«Διαπιστώσαμε ότι οι τροφές που καταναλώνονται στο πλαίσιο μιας δίαιτας με χαμηλούς υδατάνθρακες ή χαμηλά λιπαρά, έχει εξίσου μεγάλη σημασία με την ίδια τη δίαιτα», δήλωσε ο Zhiyuan Wu, από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ.
«Οι υγιεινές εκδοχές αυτών των διατροφών, όσες είναι δηλαδή πλούσιες σε τροφές φυτικής προέλευσης και δημητριακά ολικής άλεσης, συνδέονταν με καλύτερα αποτελέσματα για την υγεία της καρδιάς και βελτιωμένη μεταβολική λειτουργία. Αντίθετα, οι δίαιτες χαμηλών υδατανθράκων και λιπαρών που δίνουν έμφαση σε ανθυγιεινά τρόφιμα, συνδέονταν με υψηλότερο κίνδυνο καρδιακών παθήσεων».
Οι ερευνητές παρακολούθησαν τους σχεδόν 200.000 συμμετέχοντες στη μελέτη για αρκετές δεκαετίες, καταγράφοντας τις διατροφικές τους συνήθειες και αν ανέπτυξαν καρδιακές παθήσεις.
Με βάση τις απαντήσεις σε λεπτομερή ερωτηματολόγια που συμπλήρωσαν οι συμμετέχοντες στη μελέτη, οι ερευνητές έδωσαν βαθμολογίες που υποδείκνυαν πόσο υγιεινές ή ανθυγιεινές ήταν οι διατροφικές τους επιλογές στο πλαίσιο δίαιτας με λίγους υδατάνθρακες και λιπαρά.
Οι ερευνητές ταξινόμησαν τους υδατάνθρακες, τα λιπαρά και τις πρωτεΐνες από τρόφιμα όπως δημητριακά ολικής αλέσεως, φρούτα, λαχανικά, ξηρούς καρπούς και όσπρια ως θρεπτικά συστατικά υψηλής ποιότητας, ή υγιεινά, ενώ οι υδατάνθρακες από πατάτες και επεξεργασμένα δημητριακά, καθώς και τα κορεσμένα λιπαρά και οι πρωτεΐνες από ζωικά τρόφιμα κατηγοριοποιήθηκαν ως χαμηλής ποιότητας ή ανθυγιεινά.

Mέτρησαν επίσης στο αίμα 10.000 και πλέον συμμετεχόντων στη μελέτη, εκατοντάδες μεταβολίτες για να αξιολογήσουν πώς η ποιότητα της διατροφής επηρέαζε τη μεταβολική τους ρύθμιση.
«Αυτή η προσέγγιση μας επέτρεψε να κατανοήσουμε καλύτερα τις βιολογικές επιδράσεις αυτών των διατροφών και ενίσχυσε τα ευρήματά μας», δήλωσε ο Wu.
Η ανάλυση έδειξε ότι οι συμμετέχοντες στη μελέτη που ακολουθούσαν μια υγιεινή διατροφή χαμηλή σε υδατάνθρακες ή λιπαρά είχαν χαμηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν στεφανιαία νόσο, ενώ εκείνοι που ακολουθούσαν ανθυγιεινές διατροφές παρουσίασαν αυξημένο κίνδυνο. Αυτά τα υγιεινά διατροφικά πρότυπα, είτε ήταν διατροφή χαμηλή σε υδατάνθρακες είτε σε λιπαρά, μείωσαν τον κίνδυνο ανάπτυξης καρδιακών παθήσεων κατά περίπου 15%.
«Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι η βελτίωση της ποιότητας των τροφίμων είναι ζωτικής σημασίας για τη βελτίωση της καρδιακής υγείας. Ανεξάρτητα από το αν κάποιος ακολουθεί δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες ή χαμηλή σε λιπαρά, η έμφαση σε ολόκληρα, ελάχιστα επεξεργασμένα και φυτικά τρόφιμα και ο περιορισμός των επεξεργασμένων δημητριακών, της ζάχαρης και των ζωικών τροφίμων, μπορεί να μειώσει σημαντικά τον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου», δήλωσε ο Wu.
Για όσους επιθυμούν να βελτιώσουν τη διατροφή τους, οι ερευνητές προτείνουν να επικεντρωθούν στην προσθήκη περισσότερων δημητριακών ολικής αλέσεως, φρούτων, λαχανικών, ξηρών καρπών και οσπρίων, μειώνοντας παράλληλα την κατανάλωση επεξεργασμένων κρεάτων, επεξεργασμένων υδατανθράκων και ζάχαρης.
Σημειώνουν επίσης ότι είναι σημαντικό να ελέγχονται οι ετικέτες των τροφίμων και να δίνεται προσοχή στην προσθήκη συστατικών χαμηλής ποιότητας, όπως η προσθήκη ζάχαρης σε χυμούς και επεξεργασμένα τρόφιμα.
Οι ερευνητές θα αναζητήσουν επιπλέον παράγοντες που μπορεί να επηρεάζουν τη σχέση μεταξύ της ποιότητας της διατροφής και της υγείας της καρδιάς. Θέλουν για παράδειγμα, να εξετάσουν πώς οι γενετικοί παράγοντες, οι επιλογές του τρόπου ζωής και άλλοι μεταβολικοί δείκτες μπορεί να διαμορφώνουν περαιτέρω αυτές τις συσχετίσεις.
Θέλουν επίσης να διερευνήσουν το πώς οι δίαιτες χαμηλών υδατανθράκων ή χαμηλών λιπαρών μπορεί να επηρεάζουν τον κίνδυνο εμφάνισης προβλημάτων υγείας, όπως διαβήτη τύπου 2 και καρκίνου.
Αυτές οι γνώσεις θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην προσαρμογή των διατροφικών συστάσεων για τα άτομα με βάση τα μοναδικά προφίλ υγείας τους.
Τα ευρήματα θα παρουσιαστούν στη NUTRITION 2025, την ετήσια συνάντηση της Αμερικανικής Εταιρείας Διατροφής, που διεξάγεται αυτό το διάστημα στο Ορλάντο.
Πηγή: Medical Express