Μικροβίωμα και μακροζωία: Τι μας διδάσκει η περίπτωση της 117χρονης María Branyas Morera
Όταν η María Branyas Morera έφυγε από τη ζωή το 2024, σε ηλικία 117 ετών, δεν άφησε πίσω της μόνο ιστορίες και αναμνήσεις, αλλά και πολύτιμα επιστημονικά δεδομένα.

Η συμμετοχή της στην έρευνα για το μικροβίωμα, έδωσε στους επιστήμονες τη δυνατότητα να εξετάσουν πώς ένα ισορροπημένο έντερο μπορεί να συνδέεται με υγεία και μακροζωία.
Το μικροβίωμα, δηλαδή η κοινότητα μικροοργανισμών όπως βακτήρια και μύκητες που κατοικούν στο έντερο, επηρεάζει την πέψη, την παραγωγή βιταμινών, την ανοσολογική λειτουργία, ακόμη και την επικοινωνία με τον εγκέφαλο.
Η κληρονομικότητα παίζει σημαντικό ρόλο, αλλά η διατροφή και ο τρόπος ζωής είναι καθοριστικοί για τη σύνθεση και τη λειτουργία αυτού του οικοσυστήματος.
Οι ερευνητές συνέκριναν τα δείγματα της Branyas με δείγματα ατόμων που δεν είχαν φτάσει σε τόσο προχωρημένη ηλικία. Όπως αναμενόταν, η Branyas έφερε προστατευτικά γονίδια που μειώνουν τον κίνδυνο κοινών νόσων.
Το πραγματικά εντυπωσιακό όμως ήταν η εικόνα του μικροβιώματός της: παρά την ηλικία της, η ποικιλία και η αφθονία ωφέλιμων βακτηρίων ήταν αντίστοιχη με αυτή πολύ νεότερων ανθρώπων.
Ιδιαίτερα υψηλά ήταν τα επίπεδα της οικογένειας Bifidobacteriaceae και του γένους Bifidobacterium, βακτηρίων που συνήθως μειώνονται με την ηλικία και σχετίζονται με προβλήματα υγείας.
Τα Bifidobacteria είναι από τα πρώτα μικρόβια που εγκαθίστανται στο έντερο ενός μωρού και θεωρούνται ωφέλιμα καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής. Σχετίζονται με την ενίσχυση της ανοσολογικής λειτουργίας, την προστασία από γαστρεντερικές παθήσεις και τη ρύθμιση της χοληστερόλης. Στην περίπτωση της Branyas, η καθημερινή κατανάλωση τριών γιαουρτιών με ζωντανά βακτήρια, σε συνδυασμό με τη μεσογειακή διατροφή που ακολουθούσε, πιθανώς συνέβαλαν στη διατήρηση αυτών των υψηλών επιπέδων.

Η μεσογειακή διατροφή, πλούσια σε φρούτα, λαχανικά, τροφές ολικής άλεσης, όσπρια και ελαιόλαδο, και περιορισμένη κατανάλωση κόκκινου κρέατος και προστιθέμενων σακχάρων, έχει συνδεθεί με την ποικιλομορφία του μικροβιώματος και μειωμένο κίνδυνο χρόνιων παθήσεων.
Παράλληλα, τα προβιοτικά τρόφιμα, όπως το γιαούρτι, το κεφίρ, το kimchi ή το ξινολάχανο, προάγουν την εγκατάσταση ωφέλιμων μικροβίων, ενώ οι πρεβιοτικές ίνες (κρεμμύδι, σκόρδο, σπαράγγια, μπανάνες, βρόμη και όσπρια) τα τρέφουν και τα βοηθούν να αναπτυχθούν.
Οι επιστήμονες τονίζουν ότι η μελέτη αφορά ένα μόνο άτομο και ότι η μακροζωία της Branyas δεν εξηγείται αποκλειστικά από το μικροβίωμα. Πιθανότατα είναι το αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων: προστατευτικά γονίδια, αποτελεσματικός μεταβολισμός, χαμηλή φλεγμονή και ένα έντερο γεμάτο ωφέλιμα βακτήρια.
Αυτό που προκύπτει από την έρευνα είναι ότι, ενώ δεν μπορούμε να επιλέξουμε τα γονίδιά μας, μπορούμε να επηρεάσουμε τον μικροβιακό μας κόσμο. Απλά βήματα, όπως η κατανάλωση προβιοτικών και πρεβιοτικών τροφών και η υιοθέτηση μιας μεσογειακού τύπου διατροφής, μπορούν να προάγουν ένα ισορροπημένο μικροβίωμα. Ένας ποικίλος και υγιής εντερικός πληθυσμός συνδέεται με καλύτερη ανοσολογική απόκριση, μειωμένη φλεγμονή και γενικότερα μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στο στρες και στις ασθένειες.
Η περίπτωση της María Branyas Morera μας υπενθυμίζει ότι η μακροζωία δεν εξαρτάται μόνο από τα γονίδια ή τη μοίρα, αλλά και από καθημερινές συνήθειες που φροντίζουν την υγεία μας. Η φροντίδα του εντέρου μας μπορεί να είναι ένας απλός, αλλά ουσιαστικός τρόπος να στηρίξουμε τη μακροχρόνια ευεξία και την ποιότητα ζωής μας.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό περιοδικό Cell Reports Medicine.