Η δίαιτα που μειώνει έως και 70% τα συμπτώματα της κατάθλιψης
Μια νέα πιλοτική μελέτη ερευνητών στο Πανεπιστήμιο του Οχάιο, έδειξε ότι μια καλά σχεδιασμένη κετογονική δίαιτα που τηρείται για τουλάχιστον 10 εβδομάδες, μπορεί να μειώσει σε σημαντικό βαθμό τα συμπτώματα της κατάθλιψης σε νέους.

Oι συμμετέχοντες στη μελέτη, μία από τις πρώτες που εξετάζουν συστηματικά τον ρόλο της κετογονικής δίαιτας ως συμπληρωματική θεραπευτική στρατηγική για την μείζονα καταθλιπτική διαταραχή, εμφάνισαν μείωση των συμπτωμάτων κατά περίπου 70%, ενώ παράλληλα βελτιώθηκαν η συνολική ευεξία και η γνωστική λειτουργία τους.
Και οι 16 συμμετέχοντες φοιτητές μέσης ηλικίας 24 ετών, λάμβαναν ήδη ψυχοθεραπεία, φαρμακευτική αγωγή ή και τα δύο πριν από την έναρξη της διατροφικής παρέμβασης.
Τι είναι η κετογονική δίαιτα
Η κετογονική δίαιτα στηρίζεται στη δραστική μείωση της πρόσληψης υδατανθράκων (κάτω από 50 γραμμάρια ημερησίως) και στην αύξηση του λίπους με μέτρια πρόσληψη πρωτεΐνης.
Με αυτόν τον τρόπο, το σώμα μεταβαίνει σε διατροφική κέτωση, μια μεταβολική κατάσταση όπου η κύρια πηγή ενέργειας προέρχεται από τις κετόνες – ενώσεις που παράγονται από τη διάσπαση του λίπους.
Οι ερευνητές εκπαίδευσαν τους συμμετέχοντες, προσαρμόζοντας το διατροφικό πρόγραμμα στις προσωπικές τους προτιμήσεις, ώστε να αυξηθούν οι πιθανότητες τήρησης της δίαιτας. Παράλληλα, παρείχαν έτοιμα γεύματα, σνακ και καθοδήγηση μέσω εφαρμογής. Οι φοιτητές ενθαρρύνονταν να τρώνε μέχρι κορεσμού, χωρίς να εστιάζουν στον υπολογισμό θερμίδων.
Αποτελέσματα της παρέμβασης
Οι συμμετέχοντες αποκόμισαν εντυπωσιακά οφέλη σε διάστημα 10-12 εβδομάδων.
Κατάθλιψη: Τα αυτοαναφερόμενα συμπτώματα μειώθηκαν κατά 37% μόλις στη δεύτερη εβδομάδα, και έως 69% στο τέλος της μελέτης. Οι κλινικές αξιολογήσεις κατέγραψαν παρόμοια βελτίωση (59% στις έξι εβδομάδες και 71% στις 10). Είναι σημαντικό είναι ότι κανένας συμμετέχων δεν παρουσίασε επιδείνωση των συμπτωμάτων.
Ευεξία: Οι δείκτες ευημερίας, σύμφωνα με το ερωτηματολόγιο WHO-5, υπερδιπλασιάστηκαν μέχρι τη δεύτερη εβδομάδα και τριπλασιάστηκαν ως το τέλος.
Γνωστική λειτουργία: Η ομάδα παρουσίασε καλύτερες επιδόσεις σε τεστ επεισοδιακής μνήμης, ταχύτητας επεξεργασίας και εκτελεστικής λειτουργίας.
Σωματική υγεία: Κατά μέσο όρο, οι φοιτητές έχασαν 5 κιλά και μείωσαν το ποσοστό σωματικού λίπους τους κατά 2,4%, με τους περισσότερους να πετυχαίνουν κλινικά σημαντική απώλεια. Δεν καταγράφηκαν μεταβολές σε χοληστερόλη και τριγλυκερίδια.
Η ανάλυση έδειξε ότι οι συμμετέχοντες βρίσκονταν σε κέτωση περίπου το 73% του χρόνου, ποσοστό που αντανακλά υψηλή συμμόρφωση στη δίαιτα.

Σύγκριση με υπάρχουσες θεραπείες
Σύμφωνα με τον ψυχίατρο και συν-συγγραφέα της μελέτης, Ryan Patel, η βελτίωση που παρατηρήθηκε είναι αξιοσημείωτη: «Η μέση αποτελεσματικότητα των φαρμάκων και της ψυχοθεραπείας στις 12 εβδομάδες είναι περίπου 50%. Εδώ είδαμε πολύ μεγαλύτερο όφελος, και μάλιστα χωρίς την ανάγκη πρόσθετων παρεμβάσεων ή επείγουσας φροντίδας».
Αν και η μελέτη δεν χρησιμοποίησε ομάδα ελέγχου που να ακολουθεί άλλη διατροφή, τα αποτελέσματα ξεπερνούν εκείνα που συνήθως καταγράφονται με τις συμβατικές θεραπείες.
Η σημασία της keto για τους φοιτητές
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, σχεδόν το 40% των φοιτητών αναφέρουν συμπτώματα κατάθλιψης και περίπου οι μισοί από αυτούς λαμβάνουν κάποια μορφή θεραπείας. Το χάσμα ανάμεσα στην ανάγκη και στη διαθεσιμότητα υπηρεσιών ψυχικής υγείας είναι μεγάλο.
«Η διατροφή αποτελεί μια προσιτή και εφαρμόσιμη λύση σε μεγάλη κλίμακα», υπογράμμισε ο Patel, τονίζοντας ότι η κετογονική δίαιτα μπορεί να αποτελέσει έναν πρόσθετο τρόπο ενίσχυσης της ψυχικής υγείας σε φοιτητικούς πληθυσμούς.
Πιθανοί μηχανισμοί δράσης
Ο καθηγητής Jeff Volek, επικεφαλής της μελέτης, ερευνά εδώ και δύο δεκαετίες τις θεραπευτικές εφαρμογές της κέτωσης σε παθήσεις όπως οι καρδιοπάθειες, ο καρκίνος και η βελτίωση της αθλητικής απόδοσης.
«Η κετογονική δίαιτα προκαλεί μια σειρά από μεταβολικές προσαρμογές που ενδέχεται να επικαλύπτονται με τους μηχανισμούς της κατάθλιψης», εξήγησε. Οι ερευνητές συνέλεξαν βιολογικά δείγματα για να μελετήσουν πρωτεΐνες σχετιζόμενες με τη φλεγμονή και τη λειτουργία του εγκεφάλου, με στόχο μελλοντικές έρευνες που θα εξετάσουν τους ακριβείς μηχανισμούς.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση Translational Psychiatry.